People

Simon de Beauvoir, η γυναίκα που άλλαξε ριζικά τον τρόπο που οι κοινωνίες αντιλαμβάνονται τη γυναίκα

Υπαρξίστρια, συγγραφέας, φιλόσοφος, ακτιβίστρια αλλά πάνω απ’ όλα η γυναίκα που άλλαξε ριζικά τον τρόπο που οι κοινωνίες αντιλαμβάνονται το “αδύναμο φύλο”.

Σύντροφος του Σαρτρ και συγγραφέας του βιβλίου “Το  Δεύτερο Φύλο”. Ένα βιβλίο που  βρισκόταν για χρόνια στη λίστα του Βατικανού με τα απαγορευμένα βιβλία, όπου η Μποβουάρ αναλύει πώς η γυναίκα παρουσιάζεται ως το τυπικό παράδειγμα Άλλου και αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που είναι καταπιεσμένη.

“Οι σημερινές γυναίκες έχουν σχεδόν εκθρονίσει τον μύθο της θηλυκότητας. Αρχίζουν να κάνουν αισθητή την ανεξαρτησία τους με πολύ συγκεκριμένους τρόπους. Δεν καταφέρνουν όμως εύκολα να βιώσουν απόλυτα την κατάστασή τους ως ανθρώπινα όντα. Έχοντας ανατραφεί από γυναίκες, μέσα στους κόλπους ενός γυναικείου κόσμου, ο φυσιολογικός προορισμός τους είναι ο γάμος, ο οποίος στην πραγματικότητα τις υποδουλώνει ακόμα και σήμερα στον άντρα. Το ανδρικό κύρος κάθε άλλο παρά έχει εξαλειφθεί: στηρίζεται ακόμα σε γερές οικονομικές και κοινωνικές βάσεις…”

Αυτή είναι η περίληψη του θρυλικού βιβλίου «Δεύτερο φύλο», γραμμένη από τη Σιμόν Ντε Μπορβουάρ. Την, ίσως, πιο ένθερμη φεμινίστρια της ιστορίας, που έγραψε τη φράση: “Δεν γεννιέσαι γυναίκα, γίνεσαι.”

Σε αυτή τη φράση δείχνει την άποψή της ότι η θηλυκή ταυτότητα είναι δημιούργημα της κοινωνίας και όχι αναπόδραστη αναγκαιότητα. Η Σιμόν υποστηρίζει ότι η κοινωνία κρατάει τις γυναίκες σε θέση κατωτερότητας και περιγράφεται με όρους αρνητικούς σε σχέση με των αντρών….

Το 1949 ήταν η χρονιά που εκδόθηκε το βιβλίο το οποίο σημείωσε τεράστια επιτυχία. Η πρώτη έκδοση- 50.000 αντίτυπα- εξαντλήθηκε μέσα σε μια εβδομάδα και η Μποβουάρ έγινε διάσημη σε όλον τον κόσμο. Ωστόσο, τα σχόλια για τη συγγραφέα και το έργο της δεν ήταν μόνο θετικά. Όπως προαναφέρθηκε, το Βατικανό συμπεριέλαβε το “Δεύτερο Φύλο” στη μαύρη λίστα με τα απαγορευμένα βιβλία για πολλά χρόνια.  Τί κι αν  είχε τόσα εμπόδια; Η απαγόρευση δεν εμπόδισε την εξάπλωση της φήμης της Μποβουάρ. Αντιθέτως, μπορεί και να βοήθησε τελικά.


Επέλεξα κάποια αποφθέγματά της για τη ζωή, την ευτυχία, τις σχέσεις, το θάνατο και σας τα παραθέτω.

Δεν γεννιέσαι γυναίκα, γυναίκα γίνεσαι.

Η ομορφιά έχει να πει ακόμα πιο λίγα και από την ευτυχία.

Μιας κι είναι ο Άλλος μέσα μας που είναι γέρος, είναι φυσικό η αποκάλυψη για την ηλικία μας να έρχεται από έξω, από τους άλλους. Δεν τη δεχόμαστε πρόθυμα.

Είναι τα γηρατειά μάλλον παρά ο θάνατος που είναι το αντίθετο της ζωής.

Tα γεράματα είναι η παρωδία της ζωής, ενώ ο θάνατος μετατρέπει τη ζωή σε πεπρωμένο.

Τους αρέσει να σκοτώνουν τον χρόνο τους περιμένοντας το χρόνο να τους σκοτώσει.

Η μοιρολατρία θριαμβεύει επάνω σ’ αυτούς που πιστεύουν σ’ αυτήν.

Κάποιες μέρες ο Θεός μοιάζει τόσο μακρινός που φαίνεται να είναι απών.

Αν ζήσεις πολύ, θα διαπιστώσεις ότι κάθε νίκη μετατρέπεται σε ήττα.

Άλλαξε τη ζωή σου σήμερα. Μη στοιχηματίζεις στο μέλλον, ενέργησε τώρα χωρίς καθυστέρηση.

Μία γυναίκα νιώθει πως γέρασε, από τη στιγμή που οι άλλοι παύουν να την κακολογούν.

Το παρόν δεν είναι ένα εν δυνάμει παρελθόν. Είναι η στιγμή της επιλογής και της δράσης.

Το να κερδίσεις ένα άντρα είναι τέχνη. Το να τον κρατήσεις είναι επάγγελμα.

Ο γάμος είναι περιορισμός, αστικοποίηση, αλλά και θεσμοθετημένη παρέμβαση του κράτους στην ιδιωτική ζωή των πολιτών.

Ακολουθεί ένα αυτοβιογραφικό κείμενό της …

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΤΙΣ 9 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1908 σ’ ένα δωμάτιο με λακαρισμένα άσπρα έπιπλα που έβλεπε στη λεωφόρο Ρασπάιγ. Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος, η μητέρα μου είχε βγει από το μοναστήρι των Πουλιών. Στις αντιλήψεις τους το μέλλον μου ήταν σαφώς προδιαγεγραμμένο. Στα 20 μου θα παντρευόμουν, θα περνούσα μια ζωή μητέρας και κυρίας του κόσμου.

ΠΕΡΑΣΑ ΠΟΛΥ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ. Είχα τη μετάληψή μου ιδιαιτέρως, εξομολογιόμουν, ήμουν πολύ ευσεβής. Ήθελα να αρέσω στον καλό Θεό και να έχω μια κατάλευκη αγνή ψυχή.

ΑΝ ΚΑΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ πολλές φορές την εβδομάδα, ο πατέρας δεν πατούσε το πόδι του σε εκκλησία, παρά μόνο για γάμους και κηδείες -χαμογελούσε, όταν μιλούσαμε μπροστά του για τα θαύματα της Λούρδης.

ΜΕΧΡΙ ΤΑ 12-13 ΜΟΥ όλα κυλούσαν υπέροχα για μένα. Τα πράγματα χάλασαν λίγο όταν μπήκα στην εφηβεία. Έγινα άτακτη, ανάποδη και χοντροκέφαλη -είχα αποκτήσει κακές συνήθειες και τρωγόμουν με τα ρούχα μου. Από την άλλη μεριά όμως, αναπτυσσόταν το κριτικό μου πνεύμα και όταν η μητέρα έλεγε «μη εκείνο, μη το άλλο» ή «αυτό έτσι είναι… γιατί έτσι!», δεν την υπάκουα ποτέ με τη θέλησή μου.

ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΑ Σ’ ΕΝΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΘΕΜΑ πήρα την απόφαση να μην υπακούω. Έλεγχαν με άκρα αυστηρότητα τα αναγνώσματά μου -όταν ο πατέρας μάς διάβαζε τον Αετιδέα, υπήρχαν σκηνές που τις πηδούσε. Θυμάμαι ακόμη ότι μέσα στον Πόλεμο των Κόσμων του Ουέλς, η μητέρα μου είχε πιάσει μερικές σελίδες με καρφίτσες. Δεν τις έβγαλα. Όμως, είχα μια εξαδέλφη που μου διηγήθηκε, μ’ έναν τρόπο αρκετά παράξενο μάλιστα, αυτό που υπήρχε μέσα στα απαγορευμένα βιβλία -μου φαινόταν παράλογο που οι μεγάλοι περιέβαλλαν με μυστήριο τόσο ασήμαντα πράγματα.

ΠΕΡΝΟΥΣΑ ΤΙΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΜΟΥ ΣΤΗ ΛΙΜΟΥΖΕΝ, σ’ ένα ιδιόκτητο κτήμα του παππού από τη μεριά του πατέρα μου και στην εξοχή ξέμενα πάντα από αναγνώσματα. Υπήρχαν στη βιβλιοθήκη κάποιες δεμένες συλλογές της Πετίτ Ιλλουστρασιόν. Μου υπέδειξαν τα κομμάτια που ήταν «για μένα» -π.χ. το Λε Μπουφόν του Ζαμακοΐς- και μου επέτρεψαν να πάρω τον τόμο στο δάσος όπου κατασκήνωνα για να διαβάσω.



ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΗΜΕΡΑ ΑΡΧΙΣΑ να διαβάζω τα κομμάτια που δεν ήταν για μένα. Μπερνστάιν, Μπατάιγ… Και όταν επιστρέψαμε στο Παρίσι, καταβρόχθισα όλη τη βιβλιοθήκη του πατέρα μου. Μοπασάν, Μπουρζέ, Κλοντ Φαρρέρ, οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου.

ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΚΑΘΟΛΟΥ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΩΣΗ ΟΤΙ ΕΚΑΝΑ ΚΑΤΙ ΚΑΚΟ, δεν περνούσε καν από το μυαλό μου ότι προσέβαλλα το Θεό. Πρέπει να πω ότι είχα τακτοποιήσει -με τον τρόπο μου- τις σχέσεις μαζί του. Συνέδεα την ηθική με την τυφλή πίστη. Έπρεπε να προσεύχεσαι, να αυτοσυγκεντρώνεσαι, να ζεις υπό το βλέμμα του Θεού, να κάνεις τα πάντα για να αισθανθείς την παρουσία του. Αλλά για τα υπόλοιπα, όπως τις αυθάδειές μου στην τάξη -γύρω στα 13 με 14 είχα γίνει τελείως απείθαρχη- ή τις ανυπακοές μου, έλεγα στον εαυτό μου ότι ο Θεός είχε ένα πολύ υψηλό πνεύμα για να μου κακιώνει.

ΩΣΤΟΣΟ ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ ΣΤΗ ΛΙΜΟΥΖΕΝ έκανα μέσα μου μερικές ερωτήσεις. Ήταν μια πανέμορφη νύχτα, έβλεπα τ’ αστέρια, άκουγα το κελάρυσμα μιας κρήνης, το χώμα μοσχομύριζε. Είπα στον εαυτό μου: το ότι δεν υπακούς, το ότι λες ψέματα, είναι κι αυτά αμαρτίες. Και τότε μού έγινε μια αποκάλυψη απόλυτα εκθαμβωτική: ποτέ δεν απαρνιόμουν πράγματα που μ’ ευχαριστούσαν επειδή δήθεν ο Θεός τα απαγόρευε. Άρα δεν πίστευα πια σ’ εκείνον!

ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ απλά και μόνο βεβαιώθηκα για κάτι που είχε ήδη συμβεί. Δε με κυρίευσε φόβος. Είχα το παράδειγμα του πατέρα μου, που κι αυτός δεν πίστευε. Μονάχα που δεν τόλμησα να μιλήσω γι’ αυτό το θέμα σε κανένα -ήταν ένα μυστικό που βάραινε πολύ μέσα μου κι εγώ αισθανόμουν μόνη.

ΗΤΑΝ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ που αποκρυσταλλώθηκε η επιθυμία μου για γράψιμο. Γύρω στα 14 με 15 μου χρόνια πήρα μια σοβαρή μορφή. Μια από τις φίλες μου είχε ένα λεύκωμα όπου έπρεπε να σημειώσεις το αγαπημένο σου λουλούδι, τον αγαπημένο σου ποιητή καθώς κι αυτό που ήθελες να κάνεις στη μετέπειτα ζωή σου. Στις πρώτες ερωτήσεις απαντούσα ό,τι μού κατέβαινε. Αλλά στην τελευταία ήμουν ολωσδιόλου σοβαρή όταν έγραψα: θέλω να γίνω διάσημη συγγραφέας.

Αποσπάσματα από το αυτοβιογραφικό κείμενο της Σιμόν ντε Μποβουάρ, Πώς έγινα συγγραφέας, που δημοσιεύτηκαν στη λέξη – τχ. 69/70, Νοέμβριος ‘87, (αφιερωματικό τεύχος στην σύγχρονη γαλλική λογοτεχνία), σε μετάφραση Κώστα Πολέτη

Back to top button
Close
Close