Στον Μπάρο: Ένα οδοιπορικό-εμπειρία, στο υψηλότερο πέρασμα της Ελλάδας
Στην καρδιά της οροσειράς της Πίνδου, εκεί όπου η Θεσσαλία, συναντά την Ήπειρο, υψώνεται ένα από τα πιο θρυλικά περάσματα της Ελλάδας -ο Μπάρος. Στα 1.905 μέτρα υψόμετρο, αποτελεί το υψηλότερο οδικό πέρασμα της χώρας, ένας δρόμος-θρύλος που για αιώνες έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη ζωή των ορεινών πληθυσμών.
Ο δρόμος του εμπορίου
Από εδώ περνούσαν οι αγωγιάτες με τα καραβάνια τους, μεταφέροντας εμπορεύματα ανάμεσα στις δύο περιοχές. Εδώ, οι τσελιγκάδες της Πίνδου οδηγούσαν τα κοπάδια τους στα θερινά βοσκοτόπια, συνεχίζοντας μια παράδοση νομαδικής κτηνοτροφίας που χάνεται στα βάθη του χρόνου. Το πέρασμα του Μπάρου ήταν για αιώνες η αρτηρία που ένωνε τους ανθρώπους των βουνών, διαμορφώνοντας την οικονομική και κοινωνική ζωή της περιοχής.
Με αφετηρία την Πύλη Τρικάλων
Εμείς είχαμε δώσει ραντεβού στην Πύλη Τρικάλων. Ξεκινήσαμε από διαφορετικές γωνιές της Ελλάδος, – δύο ξεκινήσαμε από την Αθήνα χαράματα, ο τρίτος από την Πελοπόννησο ακόμη νωρίτερα. Ήμασταν έτοιμοι να ακολουθήσουμε τα χνάρια των παλιών ταξιδευτών, αν και σε πολύ διαφορετικές συνθήκες από εκείνους.
Στο καφενείο στην Καλλιρρόη
Κάναμε μία στάση σε ένα από τα χωριά του Ασπροποτάμου, στην Καλλιρρόη. «Θα πάτε στο Μπάρο;» μας ρώτησε ο μπάρμπας που έπινε τον καφέ του στο καφενείο, με τους λιγοστούς πελάτες. «Από εκεί περνούσαν οι αγωγιάτες και οι τσελιγκάδες της Πίνδου με τα μουλάρια τους, κουβαλώντας εμπορεύματα και οδηγώντας κοπάδια», μας είπε. Μας διηγήθηκε ιστορίες για τη ζωή στα βουνά πριν την άσφαλτο του 2014, όταν ο δρόμος ήταν ακόμη χωματένιος και η διάσχισή του αποτελούσε πρόκληση.
Ο καιρός ήταν με το μέρος μας εκείνο το πρωινό -ήπιος με ελάχιστα σύννεφα, ιδανικός για την ανάβαση. «Να ‘στε προσεκτικοί», μας συμβούλεψε. «Ο καιρός εδώ πάνω αλλάζει γρήγορα. Πολλοί έχουν γυρίσει πίσω στα μισά της διαδρομής όταν ο καιρός τους έκανε τα καπρίτσια του». Η αλήθεια είναι ότι στην παρούσα φάση δεν θα είχαμε τέτοιο πρόβλημα, καθώς ο καιρός ήταν πεντακάθαρος και δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για αλλαγή. Σε κάθε περίπτωση όμως, είναι καλό, επειδή ο δρόμος φτάνει σε πολύ μεγάλο υψόμετρο και σε πολλά σημεία δεν υπάρχει καν τηλεφωνικό σήμα, να έχετε στο μυαλό σας, να ελέγχετε τον καιρό, πριν ξεκινήσετε ένα τέτοιο ταξίδι.
Κινηθήκαμε για περίπου 15 χιλιόμετρα σε ένα δρόμο με κάμποσες στροφές, δίπλα στον Αχελώο, σε ένα καταπράσινο τοπίο που τα δέντρα με δυσκολία άφηναν που και που να δούμε τον ποταμό. Φτάσαμε έξω από τον οικισμό της Ανθούσας, την παλαιά Λεπενίτσα, και από εκεί θα ξεκινούσαμε την ανάβαση. Περάσαμε από το ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας της Γαλακτοτροφούσας το οποίο αποτελούσε σημαντικό σταθμό στη διαδρομή μεταξύ Ηπείρου και Θεσσαλίας, λειτουργώντας παράλληλα και ως χάνι για τους περαστικούς. Κάθε χρόνο, γύρω στη γιορτή του Αγίου Κωνσταντίνου την άνοιξη, το μοναστήρι γινόταν τόπος συνάντησης των κτηνοτρόφων από τα Τζουμέρκα και τον Λάκμο. Οι κτηνοτρόφοι έφταναν με τα κοπάδια τους για το καλοκαιρινό πέρασμα και παρέμεναν στην περιοχή μέχρι το φθινόπωρο, συνήθως ως τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, οπότε και επέστρεφαν στα χειμαδιά τους.
Πυκνή βλάστηση και αλπικά λιβάδια
Η αρχή της ανάβασης, μας υποδέχτηκε με πυκνή βλάστηση και ψηλά δέντρα που σκέπαζαν τον δρόμο, δημιουργώντας ένα φυσικό τούνελ πρασίνου. Η άσφαλτος, σχετικά σε σχετικά καλή κατάσταση, έκανε τη διαδρομή πιο προσιτή, αν και δεν μείωνε καθόλου το δέος που προκαλούσε το τοπίο.
Όσο κερδίζαμε υψόμετρο, το σκηνικό άλλαζε δραματικά. Τα πυκνά δάση έδωσαν τη θέση τους σε αλπικά λιβάδια. Πάνω από τα 1.500 μέτρα, ο αέρας έγινε πιο αραιός και δροσερός. Κοπάδια προβάτων έβοσκαν ελεύθερα στις πλαγιές, συνεχίζοντας μια παράδοση αιώνων, με τα τσοπανόσκυλα να μας παρατηρούν καχύποπτα στο πέρασμά μας.
Απόκρημνες χαράδρες, μεγαλειώδες τοπίο
Κάθε στροφή της ασφάλτου μας επιφύλασσε και μια νέα οπτική έκπληξη. Επιβλητικοί βράχινοι σχηματισμοί ξεπρόβαλλαν μπροστά μας, ενώ απόκρημνες χαράδρες άνοιγαν δίπλα μας. Ψηλά στον ουρανό, αετοί πλανάρονταν στα ρεύματα του αέρα, προσθέτοντας μια ακόμη πινελιά στον καμβά αυτού του μεγαλειώδους τοπίου. Σταματούσαμε συχνά για φωτογραφίες, αν και καμία κάμερα δεν μπορούσε να αποτυπώσει την ατελείωτη ομορφιά που μας περιέβαλλε.
Μπροστά στα μάτια μας ξετυλίγεται ένα μαγευτικό θέαμα: ένα κοπάδι από αγελάδες που βόσκει ανέμελα στο καταπράσινο λιβάδι. Ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει καθώς στεκόμαστε εκεί, μαγεμένοι από την απλότητα και την ομορφιά του τοπίου. Ο Κωνσταντίνος Σοφικίτης, με το φωτογραφικό του φακό πάντα σε ετοιμότητα, κινείται με ενθουσιασμό από γωνία σε γωνία, ανακαλύπτοντας διαρκώς νέες συνθέσεις και προοπτικές, προσπαθώντας να αποτυπώσει την αυθεντική ομορφιά της στιγμής σε κάθε του λήψη.
Στο διάσελο του Μπάρου
Συνεχίζουμε και φτάνουμε στο ψηλότερο σημείο της διαδρομής. Είναι εδώ που έχοντας πλέον περάσει στην Ήπειρο, απλώνονται μπροστά μας τα Τζουμέρκα. Εδώ, μία χαρακτηριστική πέτρινη στήλη, που σηματοδοτεί το υψηλότερο σημείο του περάσματος, στα 1.905 μέτρα. Σταματήσαμε. Έπρεπε. Η θέα ήταν καθηλωτική και μοναδική. Πίσω μας η Θεσσαλία απλωνόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι, μπροστά μας ατελείωτες βουνοκορφές. Και μόνο για αυτή την εικόνα αξίζει έστω μία φορά να βρεθούμε όλοι μας σε αυτό το σημείο. Είσαι τόσο μακριά από όλους και ταυτόχρονα τόσο κοντά με όλους εκείνους που αγαπάμε. Αυτή το απέραντο μωσαϊκό, δημιουργεί άλλες προτεραιότητες και έστω για λίγο θα μας κάνει όλους να θέσουμε σωστές προτεραιότητες. Τα σύννεφα έμοιαζαν τόσο κοντά που νόμιζες ότι μπορούσες να τα αγγίξεις.
Στεκόμασταν εκεί, στο ίδιο σημείο όπου για αιώνες στέκονταν ταξιδιώτες, έμποροι και τσελιγκάδες, αγναντεύοντας το ίδιο συγκλονιστικό θέαμα. Η άσφαλτος μπορεί να έκανε τη διαδρομή πιο προσιτή, αλλά η αίσθηση του δέους παρέμενε αναλλοίωτη. Δεν ήταν τυχαίο που τα τελευταία χρόνια το πέρασμα είχε γίνει πόλος έλξης για φυσιολάτρες και περιηγητές από όλη την Ελλάδα.
Καλαρρύτες ή Ματσούκι
Από αυτό το σημείο, έχει δύο επιλογές. Δεξιά θα κατέβεις προς Καλαρρύτες και αριστερά προς Ματσούκι. Εμείς επιλέξαμε το δεύτερο, και βρεθήκαμε στο Ματσούκι, ένα χωριό το οποίο προς το παρόν τουλάχιστον παραμένει εκτός των ραντάρ των τουριστικών ρευμάτων. Εκεί ζήσαμε πολλά και ωραία, για τα οποία θα μιλήσουμε σε άλλο κείμενα μέσα από το travel.gr.
Το άγριο άλογο και το ηλιοβασίλεμα
Ανεβήκαμε ξανά τις επόμενες ημέρες. Ήταν λες και δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε και θέλαμε μία ακόμη επιβεβαίωση ότι είναι αλήθεια. Από εδώ είδαμε ένα συγκλονιστικό ηλιοβασίλεμα. Εδώ ήταν που καθώς η εικόνα μας είχε συνεπάρει εμφανίστηκε από το πουθενά ένα μουλάρι, το χαρακτηριστικό ζώο της Πίνδου, για να τελειοποιήσει τη στιγμή. Στάθηκε να μας παρατηρεί για λίγο, και στη συνέχεια συνέχισε το δρόμο του, χωρίς να μας δώσει περαιτέρω σημασία.
Ολοκληρώνοντας αυτή τη διαδρομή αισθάνομαι ότι ο Μπάρος, δεν είναι απλά ένας δρόμος. Είναι ένα ζωντανό μνημείο της ορεινής Ελλάδας, ένας τόπος όπου το παρελθόν συναντά το παρόν, όπου η ανθρώπινη ιστορία συνυφαίνεται με τη φυσική ομορφιά. Είναι ένα πέρασμα που πρέπει να διασχίσει κανείς τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του – αν και, όπως διαπιστώσαμε κι εμείς, μία φορά δεν είναι αρκετή για να χορτάσεις αυτό το προικισμένο με ατελείωτη ομορφιά τοπίο.