Σαν σήμερα το 1996 ξεκίνησε η παραγωγή μανιταριών από την Ιπποτούρ….δείτε την ιστορία και την τελευταία του Δ.Σ. Ευγενία Χανδρή
Οι καπνοί από την καύση των ακαθαρσιών των αλόγων του ιπποφορβείου τύλιξαν τη Λαζαρίνα, το χωριό που βρίσκεται κοντά στα Τρίκαλα. Η κυρία Αλεξάνδρα Χανδρή το νέο αφεντικό του ιπποφορβείου εκλεκτής ράτσας κοιτούσε με ανησυχία τον καπνό που έπνιγε με την οσμή του τους κατοίκους του χωριού. «Ζουν από το ιπποφορβείο και σίγουρα αυτός είναι ο λόγος που δεν αντιδρούν. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να συνεχιστεί», σκέφτηκε. «Κάτι πρέπει να γίνει ώστε να λυθεί το πρόβλημα αυτό».
Πέρασε πολύς καιρός από το περιστατικό, όμως το πρόβλημα βασάνιζε την κυρία Χανδρή η οποία αναζητούσε την καταλληλότερη λύση. Και τι δεν είχε σκεφτεί: κλειστό κύκλωμα παραγωγής ενέργειας, βιολογικές λύσεις κ.ά. Πού να μπορούσε τότε να φανταστεί ότι η λύση στο πρόβλημα της καύσης των ακαθαρσιών των αλόγων θα οδηγούσε στη δημιουργία μιας υπερσύγχρονης μονάδας, αξίας 1,5 δισεκατομμυρίων δραχμών… Μόνο που χρειάστηκαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια για να πάρει η συγκεκριμένη ιδέα σάρκα και οστά. Ας δούμε, όμως, ποια επιχειρηματική ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό της κυρίας Χανδρή, που πλέον βρίσκεται στο στάδιο υλοποίησής της.
Σημείο – κλειδί στη λύση του προβλήματος που απασχολούσε την κυρία Χανδρή ήταν μια φράση που άκουγε από παλιούς ναυτικούς. Στα χρόνια που εργαζόταν σε διάφορες ναυτιλιακές εταιρείες άκουγε συχνά τη φράση: «Εμένα το αφεντικό μου με κρατάει στο σκοτάδι και με ταΐζει σκ… Μου συμπεριφέρεται σαν μανιτάρι». Στην τελευταία αυτή λέξη βρισκόταν η λύση στο πρόβλημα που αντιμετώπιζε η κυρία Χανδρή: οι ακαθαρσίες των αλόγων θα χρησιμοποιούνταν στην παραγωγή μανιταριών.
Από τη στιγμή που πήρε την απόφαση, η κυρία Χανδρή άρχισε ένα μαραθώνιο επαφών και διαπραγματεύσεων με διεθνείς οίκους ώστε να βρεθεί η πλέον επιστημονική και σύγχρονη λύση. Τελικώς επέλεξε το ολλανδικό μοντέλο, αφού αυτό συμπυκνώνει την υψηλότερη τεχνολογία στον τομέα της μανιταροπαραγωγής. Η υλοποίηση του επενδυτικού προγράμματος στην αρχική του εκτίμηση θα απαιτούσε περίπου 750 εκατομμύρια δραχμές. Τελικώς, τα κεφάλαια που υπολογίστηκε ότι θα πρέπει να επενδυθούν φτάνουν το 1,5 δισ. δραχμές.
Καλές βέβαια οι ιδέες, το πρόβλημα όμως είναι πώς αυτές υλοποιούνται. Η οικονομική κατάσταση άλλωστε της επιχείρησης που θα υλοποιούσε το συγκεκριμένο επενδυτικό σχέδιο της Ιπποτούρ ΑΕ δεν ήταν η καλύτερη. Η υλοποίηση της επένδυσης περνούσε αναγκαστικά από μια αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της επιχείρησης, που η κυρία Χανδρή πραγματοποίησε με επιτυχία, εξασφαλίζοντας έτσι 1,1 δισ. δραχμές. Χάριν αυτού του ποσού αποπληρώθηκαν παλαιότερες υποχρεώσεις της επιχείρησης ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίστηκε η απαραίτητη ρευστότητα για την υλοποίηση της επένδυσης.
Ολα αυτά επέτρεψαν στη κυρία Χανδρή να θεμελιώσει τον Οκτώμβριο του 1996 τη νέα μονάδα παραγωγής μανιταριών. Σε αυτήν θα παράγονται σε πρώτη φάση 500 τόνοι νωπών μανιταριών ενώ σε μια δεύτερη φάση η παραγωγή θα φθάσει τους 1.000 τόνους. Ταυτοχρόνως, θα παράγονται 8.000 τόνοι υποστρώματος για καλλιέργεια μανιταριών και 2.500 τόνοι χώμα για την ανθοκομία.
Οπως, λοιπόν, μπορεί να καταλάβει κανείς, η λειτουργία της συγκεκριμένης μονάδας άλλαξε πλήρως τον ως χαρακτήρα της Ιπποτούρ ΑΕ, που εκτός από ιπποφορβική μονάδα έγινε και παραγωγική εταιρεία τροφίμων. Ο κλάδος μάλιστα στον οποίο είχε δραστηριοποιηθεί έχει μεγάλες προοπτικές, αφού, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς τότε , οι Ελληνες παράγουν μόνο το 5% της συνολικής ποσότητας μανιταριών που καταναλώνουν. Το υπόλοιπο 95% είναι κυρίως εισαγόμενες κονσέρβες. Στα ποσοστά αυτά μπορεί να δει κανείς τις υψηλές επιχειρηματικές προσδοκίες που έχουν επενδυθεί στον συγκεκριμένο κλάδο. Αποκαλυπτικές είναι οι προβλέψεις της κυρίας Χανδρή για τα αναμενόμενα αποτελέσματα από τη νέα επιχειρηματική δραστηριότητα. Σύμφωνα με αυτές, η Ιπποτούρ ΑΕ, μετά την ολοκλήρωση της επένδυσης, θα πραγματοποιεί ετήσιο τζίρο 2,5 δισ. δραχμές, από τα οποία 1,5 δισ. θα αφορά πωλήσεις μανιταριών…
83 χρόνια στην… κούρσα του επιχειρείν, η Ιπποτούρ δεν επιβεβαίωσε τον τίτλο του «γκανιάν» στους δύσκολους καιρούς της οικονομικής κρίσης. Η εταιρία που ιδρύθηκε το 1932 και τα… γκέμια της κρατά μια ισχυρή κυρία με «βαρύ» όνομα, η Αλεξάνδρα Τερζή- Χανδρή, βρέθηκε από το 2010 και μετά να «τρέχει» σε έναν αγώνα επιβίωσης και αναστροφής της ισχνής οικονομικής κατάστασης
Το μεγαλύτερο ιπποφορβείο στην Ελλάδα, το οποίο εκτείνονταν σε μια έκταση 700 στρεμμάτων και στο οποίο «φιλοξενούνταν» 70 περίπου άλογα αγγλικής καθαρόαιμης φυλής,κατέβασε ρολά το 2015 .Για την Αλεξάνδρα Τερζή- Χανδρή και για τον γιο της Αλέξανδρο που συμμετείχε ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ιπποτούρ ήταν η έσχατη λύση η εξέλιξη αυτή. Και σίγουρα καθόλου ευχάριστη.Ειδικά για μια οικογένεια που έχει ταυτίσει το όνομά της με το κτήμα στη Λαζαρίνα των Τρικάλων, όπου εκτός από τους δρόμωνες ίππους δραστηριοποιούνταν και στην παραγωγή μανιταριών
Όμως, η ίδια λογάριαζε χωρίς την οικονομική ύφεση. Και αυτό γιατί τα «σύννεφα» πάνω από την εταιρία είχαν εμφανιστεί από νωρίς και συγκεκριμένα το 2010, ενώ κορυφώθηκαν την τελευταία διετία. Η οικογένεια Χανδρή που διαχειριζόταν το ιπποδρομιακό στοίχημα έως την περίοδο της δικτατορίας και στη συνέχεια περιορίστηκε μόνο στην εκτροφή αλόγων και στην πώλησή τους σε ιδιοκτήτες αλόγων του ιπποδρόμου, βρέθηκε «στριμωγμένη», όταν ξέσπασε η κρίση.
Τα άλογα σταμάτησαν να φέρνουν χρήματα, καθώς ο ελληνικός ιππόδρομος υπολειτουργούσε, ενώ παράλληλα οι τιμές των πουλαριών της Λαζαρίνας έπαψαν να είναι ανταγωνιστικές. Στα επιχειρηματικά σαλόνια έλεγαν χαρακτηριστικά πως από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας ακόμη και οι Άγγλοι στην Ελλάδα πουλούσαν φθηνότερα τα «καθαρόαιμά» τους, επιφέροντας πλήγμα στην Ιπποτούρ. Γι’ αυτό και άλλωστε σταδιακά το εκτροφείο σταμάτησε να λειτουργεί πριν από πέντε χρόνια και ο όμιλος έριξε το βάρος του στις υπόλοιπες δραστηριότητές του: Στις τουριστικές, οικοδομικές, ναυτιλιακές και γεωργοκτηνοτροφικές επιχειρήσεις και αντιπροσωπείες και κυρίως στην παραγωγή μανιταριών.
Αλλά ακόμη και αυτό το τελευταίο εγχείρημα, παρά το ότι ξεκίνησε δυναμικά να αναπτύσσεται μέσω της θυγατρικής «Αγρόκτημα Λαζαρίνας», δεν πέτυχε τους αρχικούς του στόχους και η κατάσταση επιδεινώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Παρά το ότι αποτέλεσε από τη δημιουργία της τη μεγαλύτερη μονάδα παραγωγής λευκών μανιταριών στα Βαλκάνια. Οι προσπάθειες της οικογένειας Χανδρή να αντιστρέψει την κατάσταση και να τονώσει τα έσοδα και τη ρευστότητα στα ταμεία της Ιπποτούρ έπεσαν ως φαίνεται, στο κενό.