Είναι η πιο πολυαναμενόμενη ταινία της χρονιάς, ίσως και των τελευταίων χρόνων
Πρόκειται για την τελευταία δημιουργία του Μάρτιν Σκορσέζε «Ο Ιρλανδός» («The Irishman»), ένα επικό αστυνομικό δράμα, για τον σκοτεινό κόσμο των γκάνγκστερ και του εγκλήματος. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι η συνάντηση δυο ιερών τεράτων της υποκριτικής, του Αλ Πατσίνο και του Ρόμπερτ Ντε Νίρο.
Δεν είναι η πρώτη φορά που συναντώνται οι δύο κορυφαίοι ηθοποιοί της γενιάς τους, αλλά και μιας ολόκληρης εποχής, που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’60.
Μαζί με τον Τζακ Νίκολσον, για πάνω από μισό αιώνα οι τρεις τους έχουν σημαδέψει με τις ερμηνείες τους, αλλά και τη γενικότερη παρουσία τους τον αμερικανικό κινηματογράφο κι έχουν κάνει φανερό ότι οι διάδοχοί τους θέλουν ακόμη πολλά καρβέλια για να μπορούν να συγκριθούν μαζί τους.
Ο Αλ Πατσίνο και ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο είχαν συναντηθεί κινηματογραφικά για πρώτη φορά στο «Νονό 2» του Κόπολα, χωρίς, ωστόσο, να μοιραστούν μαζί ούτε ένα πλάνο.
Η μεγάλη συνάντησή τους θα γίνει στην «Ένταση» (Heat) του Μάικλ Μαν, μία υπέροχη αστυνομική περιπέτεια, παρότι τα πλάνα που θα είναι μαζί είναι ελάχιστα.
«Η Ένταση» και η άψογη σκηνοθεσία του Μάικλ Μαν θα δώσει άλλη διάσταση στη συνύπαρξή τους, εν αντιθέσει με το μετριότατο φιλμ του Τζον Άβνετ «Righteous Kill» το 2008, μια εξόφθαλμη αρπαχτή κι απ’ τους δύο, που καλό είναι να ξεχάσουμε.
Το γοητευτικό σύμπαν των γκάνγκστερ
Επιστρέφοντας στον «Ιρλανδό», που στην Ελλάδα έχει προγραμματιστεί να προβληθεί στις 21 Νοεμβρίου, ο 77χρονος πια Σκορσέζε επανέρχεται σε αυτό που γνωρίζει καλύτερα και τον έκανε έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της γενιάς του. Στο σκοτεινό, επικίνδυνο και γοητευτικό σύμπαν των γκάνγκστερ.
Έχοντας για βάση το βιβλίο του Τσαρλς Μπραντ («I Heard You Paint Houses») ο Ιταλοαμερικανός σκηνοθέτης μας σερβίρει ένα σύνθετο μαφιόζικο έπος, μέσα από τα μάτια του βετεράνου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Φρανκ Σίραν, ενός απατεώνα και εκτελεστή, που συνεργάστηκε με διαβόητες μορφές του 20ού αιώνα.
Καλύπτοντας διαφορετικές δεκαετίες, η ταινία παρουσιάζει κι ένα από τα μεγαλύτερα άλυτα μυστήρια της αμερικανικής ιστορίας, την εξαφάνιση του περιβόητου Τζίμι Χόφα, ηγέτη του πανίσχυρου συνδικάτου των φορτηγατζήδων.
Προσωπικές φιλοδοξίες, απληστία, ανεξέλεγκτη βία, θλίψη και ματαιότητα κυριαρχούν πάνω στους ήρωες της ταινίας. Και όλα αυτά μέσα από το γνώριμο στιλιστικό και κινηματογραφικό ύφος του Σκορτσέζε. Η φιδίσια κίνηση της κάμερας, τα μελετημένα κάδρα, οι υποβλητικές φιγούρες των χαρακτήρων στα πλάνα, η στιβαρή αφήγηση, η άψογη αναπαράσταση της εποχής, το σάουντρακ που μαγνητίζει.
Και φυσικά το δηλητηριώδες χιούμορ που παίζει ένα σκληρό παιχνίδι με τον σκοτεινό κόσμο του εγκλήματος.
Ο Ντε Νίρο ερμηνεύει το ρόλο του γκάνγκστερ, ο Πατσίνο του περιβόητου διεφθαρμένου συνδικαλιστή Χόφα, ενώ ο ακριβοθώρητος πια Τζόε Πέσι, υποδύεται τον Φρανκ Σίραν.
Με την ευκαιρία της πολυσυζητημένης επανεμφάνισης των δυο μεγάλων ηθοποιών, ας θυμηθούμε ορισμένα πλάνα από την πλούσια σταδιοδρομία τους, που είχαν ανεπανάληπτες επιτυχίες, αλλά και ιδιαιτέρως άτυχες στιγμές, ειδικά για τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, τα τελευταία χρόνια.
Αλ Πατσίνο: Ο «Σημαδεμένος»
Γεννήθηκε το 1940 στο ανατολικό Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, από Ιταλούς μετανάστες, ενώ ο παππούς του καταγόταν από το Κορλεόνε της Σικελίας – απ’ τα περίεργα παιχνίδια που παίζει η ζωή! Έχει κερδίσει το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για το δραματικό φιλμ «Άρωμα Γυναίκας», ενώ έχει βραβευθεί και με τέσσερις Χρυσές Σφαίρες, δυο βραβεία Έμμυ κι άλλα πολλά τιμητικά βραβεία, ενώ θεωρείται δικαίως ως ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς όλων των εποχών.
Με βλέμμα που τρυπάει και γρανίτη, φωνή χαρακτηριστική, με γρέζι και πολύχρωμες αποχρώσεις, υπερκινητικός, με σώμα που εντάσσεται εκατό τοις εκατό στον χαρακτήρα που υποδύεται και άπειρα εκφραστικά μέσα, τα οποία χρησιμοποιεί πάντα, φτάνοντας μερικές φορές και στα άκρα.
Δεν είναι όμορφος, δεν έχει τα μεγάλα ωραία μάτια ενός σταρ, είναι κοντός, αλλά είναι καθηλωτικός -είναι ο Πατσίνο. Τα γαλόνια και τα παράσημα τα κέρδισε δίκαια πολύ νέος και αυτό πάντα ήταν ένα μέτρο σύγκρισης για τις μετέπειτα, όχι πάντα καλές, επιλογές του.
Μπήκε στο σινεμά το 1969 και το 1971, με την ερμηνεία του στην ταινία «Πανικός στο Νιντλ Παρκ», τράβηξε την προσοχή του Φράνσις Φορντ Κόπολα για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο επικό αριστούργημα «Νονός».
Παίζοντας τον διάδοχο του Δον Κορλεόνε, το αφεντικό της μαφίας, και μπαίνοντας μέχρι το λαιμό στο έγκλημα θα γράψει τη δική του ιστορία στις τρεις κλασικές ταινίες του «Νονού». Πραγματικά είναι αδύνατο να διαλέξεις πια ερμηνεία του είναι καλύτερη απ’ όλες. Η έκπληξη που σου προκαλεί στην πρώτη ταινία με την ερμηνευτική του δεινότητα; Η σχεδόν βίαιη ωριμότητα, με την οποία ερμηνεύει το ρόλο του στη δεύτερη; Ή η ικανότητά του να εκφράσει το ρέκβιεμ της πορείας των Κορλεόνε με το ανεπανάληπτο σπαραχτικό τέλος;
Την επόμενη χρονιά θα παίξει στο «Σέρπικο», μια δραματική ταινία για τη διαφθορά στο αστυνομικό σώμα, που σκηνοθέτησε ο σημαντικός Σίντνεϊ Λούμετ και του έδωσε την πρώτη υποψηφιότητα για Όσκαρ ερμηνείας.
Μετά το «Νονό 2» και τη δεύτερη υποψηφιότητα για Όσκαρ, ο Πατσίνο θα γυρίσει το 1979 το «Δικαιοσύνη για Όλους», του Νόρμαν Τζούισον, για να χάσει και πάλι το Όσκαρ από τον Τζακ Νίκολσον αυτή τη φορά.
Το 1983 θα είναι μια σημαντική χρονιά για τον Πατσίνο. Ακόμη ένα τρομερό παιδί της γενιάς του Σκορτσέζε, ο Μπράιαν Ντε Πάλμα θα γυρίσει τον «Σημαδεμένο», ένα ριμέικ της ταινίας του μέγα Χάουαρντ Χοκς και για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Τόνι Μοντάνα θα επιλέξει τον Πατσίνο.
Ρόλος που θα τον σημαδέψει και θα στοιχειώσει το «αμερικάνικο όνειρο».
Θα ακολουθήσει η τεράστια αποτυχία «Οι Επαναστάτες» που θα τον αφήσει έξω από τα πλατό για τέσσερα χρόνια. Το 1990 όμως θα έρθει το «Ντικ Τρέισι» του Γουόρεν Μπίτι και η εμφάνισή του στο ρόλο του κακού Μπιγκ Μπόι θα του χαρίσει το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου. Ο Πατσίνο θα πάρει και πάλι τα πάνω του. Θα πρωταγωνιστήσει μαζί με την Μισέλ Φάιφερ στο κοινωνικό δράμα «Φράνκι και Τζόνι», αλλά και στο «Οικόπεδο με Θέα».
Το 1993 επιτέλους ήρθε και το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου με το καλογυρισμένο και σίγουρα υπερεκτιμημένο «Άρωμα Γυναίκας», όπου είναι απολαυστικός στο ρόλο ενός τυφλού. Ένα ριμέικ της αριστουργηματικής ταινίας του Ντίνο Ρίζι (1974), με έναν Βιτόριο Γκάσμαν να παραδίδει μαθήματα υποκριτικής και να έχει… όπως αποδείχθηκε έναν άριστο μαθητή: τον Πατσίνο.
Και φτάνουμε στην κορυφαία στιγμή της καριέρας του, μετά τα πρώτα χρόνια της απίστευτης επιτυχίας του. Ο Μπράιαν Ντε Πάλμα επιστρέφει κι εκείνος με μια μεγάλη ταινία ανάλογη του ονόματός του. Είναι η «Υπόθεση Καρλίτο» και ο Πατσίνο αναλαμβάνει τον απαιτητικό ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ο Ντε Πάλμα κόβει και ο Πατσίνο ράβει μία από τις καλύτερες ιστορίες εγκλήματος και της προσπάθειας ενός βετεράνου του υποκόσμου να ξεφύγει από τη μοίρα του, μαζί με τον έρωτα της ζωής του, χωρίς να τα καταφέρει. Συγκλονιστικός.
Ανάμεσα στις άλλες ταινίες που γύρισε από κει και πέρα ξεχωρίζουν «Ο Δικηγόρος του Διαβόλου» με τον Αλ Πατσίνο να υποδύεται τον «διάβολο» και να το απολαμβάνει. Η σκηνή που εξηγεί γιατί ο διάβολος είναι καλύτερος από το Θεό είναι απολαυστική.
Το 2004 έπαιξε τον Εβραίο τοκογλύφο Σάιλοκ με ιδιαίτερη επιτυχία στον «Έμπορο της Βενετίας», ενώ αρκετές από τις εμφανίσεις του σε ταινίες μέχρι σήμερα θα πρέπει να χαρακτηριστούν αν μη τι άλλο αξιοπρεπείς.
Άλλωστε δεν μπορεί να είναι υπεύθυνος για την έλλειψη σημαντικών δημιουργών την τελευταία 20ετία ή γιατί αρνήθηκε να παίξει σε κάποιες ταινίες, όπως έκανε στο «Αποκάλυψη Τώρα» ή στο «Κράμερ εναντίον Κράμερ»…
Ρόμπερτ Ντε Νίρο: Στους κακόφημους δρόμους του σινεμά
Από μόνος του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια σχολή υποκριτικής. Μπορεί τις τελευταίες δεκαετίες να έχει κάνει ό,τι μπορεί για να «σακατάψει» το μύθο του, αλλά ποιος μπορεί να ξεχάσει τις ερμηνείες των νεανικών του χρόνων, αλλά και κάποια μεταγενέστερα, ελάχιστα μεν, αλλά ευδιάκριτα αριστουργηματικά ερμηνευτικά του παιξίματα.
Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ιταλικής καταγωγής κι αυτός, όπως και οι Πατσίνο, Σκορτσέζε, γεννήθηκε το 1943 στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, από καλλιτέχνες γονείς.
Ο πατέρας ζωγράφος, γλύπτης και ποιητής, η μητέρα ζωγράφος. Χώρισαν όταν ο Ρόμπερτ ήταν δύο χρόνων.
Το κοκαλιάρικο παιδί με την ιταλική προφορά, το τρελαμένο βλέμμα και τις απεριόριστες ερμηνευτικές ικανότητες είχε την τύχη στα πρώτα του βήματα να βρει στο δρόμο του τον Ντε Πάλμα και τον Σκορτσέζε.
Στα 20 του, το 1963 έκανε τον πρώτο του δυνατό ρόλο στην ταινία του Ντε Πάλμα «Τόπο στα Νιάτα», ενώ έκανε και το… αγροτικό του σε θεατρικές παραστάσεις εκτός Μπρόντγουεϊ.
Θα ξανασυναντηθεί με τον μέντορά του στο «Greetings» το 1968 και μετά με το εξαιρετικό «Γεια Σου Μαμά… Αμερική». Το 1973 θα περπατήσει στους «Κακόφημους Δρόμους» της Νέας Υόρκης και του Σκορτσέζε, βρίσκοντας και δεύτερο μέντορα. Τυχερός!
Τον επόμενο χρόνο η τύχη του θα είναι ακόμη μεγαλύτερη, αφού ο Φράνσις Φορντ Κόπολα θα τον επιλέξει για τον «Νονό 2», σε έναν ακόμη απαιτητικό και αβανταδόρικο ρόλο, αυτόν του νεαρού Βίτο Κορλεόνε, που θα του χαρίσει το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου.
Θα επιστρέψει στην αγκαλιά του Σκορτσέζε, με τον οποίο θα γυρίσουν τον φημισμένο «Ταξιτζή» το 1976, προκαλώντας ρίγη ενθουσιασμού. Το 1977 θα συνεργαστούν στο υπέροχο «New York New York» και θα κλείσουν τη δεκαετία του ’70 με το αριστουργηματικό «Οργισμένο Είδωλο» στο ρόλο του μποξέρ Τζέικ Λα Μότα, μια ερμηνεία που θα του χαρίσει το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου.
Ενδιαμέσως θα παίξει στο κλασικό έπος του Μπερτολούτσι «1900» και στον πολύκροτο «Ελαφοκυνηγό» του Μάικλ Τσιμίνο.
Απ’ τις σημαντικότερες ταινίες του την επόμενη δεκαετία ήταν πάντα αυτές του Σκορτσέζε. Συνεργάστηκαν σε τρεις ταινίες: Στο υπέροχο δράμα «Ο Βασιλιάς της Κωμωδίας», ένα φόρο τιμής στον ζωντανό θρύλο Τζέρι Λιούις, ο οποίος συμπρωταγωνιστούσε στην ταινία, στην κλασική γκανγκστερική πια ταινία «Τα Καλά Παιδιά», στο άνισο, για Σκορτσέζε, «Ακρωτήρι του Φόβου» και το «Καζίνο».
Φυσικά υπάρχει και το θαυμάσιο έπος του Σέρτζιο Λεόνε «Κάποτε στην Αμερική», όπου πρωταγωνιστεί δίπλα σε έναν άλλο μεγάλο τις γενιάς του ηθοποιό, τον Τζέιμς Γουντς.
Ο Ντε Νίρο όμως ήταν και ένας από τους ηθοποιούς που δύσκολα έλεγε όχι και ειδικά όταν η αμοιβή ήταν καλή. Έτσι πέρα από κάποιες καλές εμφανίσεις -περισσότερο ως γκεστ- όπως στους «Αδιάφθορους» του Ντε Πάλμα υποδυόμενος τον Αλ Καπόνε ή το «Μπραζίλ» του Τέρι Γκίλιαμ, το οργισμένο είδωλο μετατράπηκε σε στραπατσαρισμένο είδωλο, με εμφανίσεις σε μέτριες ταινίες ή χαζομάρες του τύπου «Γαμπρός της Συμφοράς» ή «Επιστροφή στο Ρινγκ».
Βεβαίως υπήρξε και η έκλαμψή του στην «Ένταση» του Μάικλ Μαν, δίπλα στον Αλ Πατσίνο.
Αρκετά όμως με την αποδόμηση του μύθου του. Θα ήταν άδικο ένας ηθοποιός να κριθεί μόνο από τις αποτυχημένες επιλογές του κι όχι από αυτά που τον βάζουν ανάμεσα στους κορυφαίους της υποκριτικής όλων των εποχών.
Μπορεί να έχει μείνει στην ιστορία για τον μονόλογο μπροστά στον καθρέφτη, στον «Ταξιτζή» ( «You’re talking to me»), αλλά στο φινάλε του «Οργισμένου Ειδώλου», όταν πια ο γερασμένος Τζέικ Λα Μότα κάνει τον απολογισμό της ζωής του, δίνει μία ασύλληπτη σπαραχτική ερμηνεία, που σίγουρα θα καταγραφεί στην παγκόσμια ιστορία του σινεμά.
Θα μπορούσε να είναι και τεστ γνώσεων ή απλώς μια σπαζοκεφαλιά. Ποιος απ’ τους δύο είπε στον άλλο; «…Μέσα στα χρόνια πήραμε ο ένας ρόλους απ’ τον άλλον. Ο κόσμος προσπάθησε να μας συγκρίνει, να μας κάνει αντιπάλους και να μας ξεσκίσει. Δεν είδα ποτέ πού μπορεί να βρίσκεται η σύγκριση. Ειλικρινά, μπορεί να είσαι ο καλύτερος ηθοποιός της γενιάς μας. Με μοναδική εξαίρεση εμένα…».