Ο Γιάννης Ζαραμπούκας στην πρώτη του ποιητική συλλογή, του Θοδωρή Μπόνη
Ο Γιάννης Ζαραμπούκας συστήνεται στο αναγνωστικό κοινό με την ποιητική του συλλογή Το αναπόφευκτο της μοναξιάς –αποτελούμενη από τριάντα πέντε ποιήματα– που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή. Από τον τίτλο και μόνο γίνεται αισθητή η ενδοκειμενική απόχρωση του βιβλίου, θεματικός πυρήνας του οποίου είναι η ανθρώπινη μοναξιά. Όχι η μερικότητα που χαρακτηρίζει τον μοναχικό άνθρωπο αλλά εκείνος ο καταστασιακός και αισθηματικός παράγοντας που συντροφεύει το κάθε ανθρώπινο ον –και όχι μόνο– στη ζωή. Απηχώντας την καζαντζακικής εμπνεύσεως μοναχική πορεία του ανθρώπου στον έρωτα και τον θάνατο ο συγγραφέας προσπερνά το οντολογικό ερώτημα «γιατί ζούμε στη μοναξιά» εναποθέτοντάς το στο πεδίο μιας κοσμολογικού χαρακτήρα διαλεκτικής. Αντίθετα, πρόθεσή του είναι να φανερώσει τη μοναξιά ως συνέπεια της προδοσίας, της εγκατάλειψης, της απουσίας του Άλλου:
Σαν τρύπαγε τους τοίχους
η μοναξιά,
γινόταν η απουσία
η δική σου
αλύχτημα των λύκων
και μάτωνε η ψυχή
από τις αιχμηρές
φωνές τους. (Άτιτλο)
Στην περίπτωση αυτή, ο συγγραφές δομεί ένα ποιητικό σύμπαν με πεζογραφικά χαρακτηριστικά. Οι στίχοι προβάλλουν με τη χρήση ενεστώτα μια ακολουθία εικόνων και η εικονοποιία αυτή γεννά την πλοκή και την τελική της έκβαση:
Βρέχει.
Αδειάζουν οι δρόμοι.
Τα παραθυρόφυλλα σφαλίζουν.
Τα φώτα σβήνουν.
Η πόλη σωπαίνει.
Απλωμένες οι αγάπες μουσκεύουν.
Αγάπες που ξεχάστηκαν απ’ ανθρώπους βιαστικούς·
σκίζονται, βουλιάζουν, χάνονται ύστερα.
Κι οι ονειροπόλοι,
εκείνοι που πίστεψαν σ’ αγάπες χάρτινες,
προδομένοι πνίγονται.
Βρέχει. (Βρέχει)
Πρωταγωνιστικό ρόλο έχει το υγρό στοιχείο που αποκτά αρνητικό σημασιολογικό πρόσημο συμβολίζοντας την απομάκρυνση του ατόμου από την ευτυχία, την ερωτική πλήρωση και τα ειλικρινά συναισθήματα που αντέχουν στον χρόνο:
Ψυχές λιπόσαρκες
για αγάπη διψασμένες,
ντύνονται σκιές,
στους δρόμους γλιστρούν
λαθραία.
Τις νύχτες δίχως φεγγάρι,
φευγαλέους έρωτες
να βρουν.Σε κορμιά επάνω,
αχόρταγα
τη δίψα να ημερέψουν.
Μα το νερό
του έρωτα
της μιας βραδιάς
πάντα γλυφό
και από αγάπη άδειο
ήταν. (Η δίψα)
Ποια ήταν η αφορμή της συγγραφής του βιβλίου; Αφορμή για την πρώτη μου συγγραφική απόπειρα αποτέλεσε η προσωπική μου απελευθέρωση από συναισθήματα με αρνητικό πρόσημο, τα οποία με βάραιναν για αρκετό χρονικό διάστημα. Η ποιητική φόρμα, συγκεκριμένα, έγινε το δεκανίκι μου σε ώρες δύσκολες. Μέσα από τα ποιήματα μου προσπάθησα να ξεκλειδώσω όλα εκείνα τα ανείπωτα συναισθήματα που με κρατούσανε δέσμιο τους, τα οποία υποσυνείδητα ήρθανε και κούμπωσαν με το θέμα της μοναξιάς, που αν θέλεις αποτελεί τον κεντρικό πυλώνα της ποιητικής μου συλλογής και σαν ζήτημα με απασχολεί έντονα, σχεδόν από πάντα.
Γιατί επιλέξατε να συνθέσετε ποιητικά τα κείμενά σας; Ομολογώ πως αρχικά η ποιητική σύνθεση των κειμένων μου προέκυψε αβίαστα και εντελώς αυθόρμητα. Κάμποσο καιρό ύστερα από τη σύνθεση των πρώτων ποιητικών κειμένων το είδα ως ένα προσωπικό στοίχημα, αφού θεωρώ αρκετά δύσκολο μέσα από τη χρήση μερικών λέξεων να δημιουργήσεις μία εικόνα ζωντανή, η οποία θα καταφέρει να αφυπνίσει τον συναισθηματικό κόσμο του αναγνώστη και να οδηγήσει σε γόνιμες σκέψεις. Θέλω να πιστεύω πως το κέρδισα το στοίχημα.
Το λεγόμενο «αναπόφευκτο» σηματοδοτεί τη μοναχική πορεία του ανθρώπου στον έρωτα και τον θάνατο; Ακριβώς! Αρχικά όσον αφορά τον θάνατο, πιστεύω πως είναι το μοναδικό σταθερό και αναπόφευκτο σημείο επάνω στο χάρτη της ζωής μας. Μπορεί η σκέψη μου αυτή να ακούγεται μάταιη και πεσιμιστική, όμως αν κατανοήσουμε πως γεννιόμαστε για να πεθάνουμε μια οποιαδήποτε στιγμή, ίσως μας βοηθήσει στο να αποδεχτούμε τον πραγματικό μας εαυτό, πηγαίνοντας κόντρα στις σημερινές επιβολές της μαζοποιημένης κοινωνίας και τελικά να ζήσουμε μια ζωή ευτυχισμένη και ελεύθερη ζωή, μια ζωή πλασμένη στις δικές μας επιθυμίες και ανάγκες.
Τώρα, όσον αφορά τον έρωτα θεωρώ πως και αυτός είναι αναπότρεπτος! Ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα που δίψα από τη φύση του για αγάπη και έρωτα, με αποτέλεσμα να περνά μεγάλο μέρος της ζωής του αναζητώντας τα.
Και στις δύο αυτές φάσεις λοιπόν της ζωής νομίζω πως ο καθένας από εμάς είναι μόνος του. Σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι που πλαισιώνουν την καθημερινότητα μας, μα πόσοι από αυτούς είναι ουσιαστικά δίπλα μας; Είναι σε θέση να μας κατανοήσουν και να μας συναισθανθούν;
Ολόκληρο το βιβλίο διακατέχεται από μία αίσθηση, μελαγχολίας, ματαίωσης. Αυτό είναι αλήθεια! Νομίζω πως η έντονη αίσθηση μελαγχολίας και ματαίωσης οφείλεται τόσο στον κεντρικό άξονα της ποιητικής συλλογής που είναι η μοναξιά, αλλά και στο γεγονός ότι τα ποιήματα γράφτηκαν κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες, όπως ήδη ανέφερα, αφού αποτέλεσαν για μένα το μέσο που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην εξισορρόπηση του εσωτερικού μου κόσμου. Μέσα από τα ποιήματά μου κατάφερα να αποβάλω τον σωρό των αρνητικών συναισθημάτων που βάραιναν τους ώμους μου και, κατά συνέπεια, να οδηγηθώ στην προσωπική λύτρωση.
Η μοναξιά σχετίζεται με το ερωτικό στοιχείο. Πώς θα ορίζατε τον έρωτα; Ο έρωτας είναι κρυστάλλινος. Είναι ακραίος. Είναι πηγαίος και πολλές φορές εγωιστής. Είναι ένα συναίσθημα ολέθριο που δεν χαλιναγωγείται.
Πώς θα οριοθετούσατε την Τέχνη σε σχέση με τη μοναξιά; Πιστεύω πως η αφετηρία της Τέχνης είναι η Μοναξιά. Μπορεί η έμπνευση για τη δημιουργία ενός έργου τέχνης να προέλθει από ένα πολύβουο και γεμάτο ερεθίσματα περιβάλλον, όμως για να καταφέρει ο εκάστοτε καλλιτέχνης να αφουγκραστεί την εσωτερική εκείνη φωνή που καθοδηγεί την τέχνη του πρέπει να απομονωθεί κι ύστερα να συγκεντρωθεί στην ακρόαση της.
Είναι απαραίτητη η μοναχικότητα –αν όχι η μοναξιά– κατά την ποιητική δημιουργία; Για μένα η δημιουργία τέχνης, και στην προκείμενη η ποιητική δημιουργία, συμβαδίζει με την μοναξιά. Είναι δύο συγκοινωνούντα δοχεία που η ύπαρξη του ενός είναι ζωτικής σημασίας για την ύπαρξη του άλλου. Η μοναξιά αυτή όμως είναι γόνιμη και από επιλογή! Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν δημιουργοί, οι οποίοι αποζητούν περιβάλλοντα που οργιάζουν από ερεθίσματα (ηχητικά, οπτικά κλπ), που λειτουργούν επικουρικά στη συγκέντρωσή τους.
Σε πολλά ποιήματά σας αναφέρεστε σε ρηματικούς τύπους όπως «σταλάζουν», «μουσκεύουν», «βουλιάζουν», «πνίγονται». Ποια είναι η σχέση σας με το υγρό στοιχείο; Η θάλασσα κατακλύζει μεγάλο μέρος των παιδικών μου αναμνήσεων, αφού σχεδόν όλα μου τα καλοκαιριά τα ξόδεψα πλάι της. Οι παιδικές μου αναμνήσεις, λοιπόν, με πρωταγωνίστρια τη θάλασσα σε συνδυασμό με την ανεξήγητη αγάπη μου για τη βροχή και για τη ρυθμικότητα και την ατμοσφαιρικότητα που την χαρακτηρίζουν, με οδήγησαν στο να χρησιμοποιήσω αυτούς τους ρηματικούς τύπους στα ποιητικά μου κείμενα.
Ποιες είναι οι βασικές σας λογοτεχνικές επιρροές; Δεν μπορώ να σας απαντήσω με ξεκάθαρο τρόπο κι αυτό γιατί πιστεύω πως οι λογοτεχνικές επιρροές δρουν υποσυνείδητα στο έργο ενός ποιητή/συγγραφέα. Κάποιοι αναγνώστες που διάβασαν τα ποιητικά μου κείμενα αναφέρθηκαν στην επιρροή που άσκησε ο Καβάφης στο έργο μου, γεγονός που με εξέπληξε και πυροδότησε τη σκέψη μου, διότι ο Καβάφης δεν είναι από τους πολύ αγαπημένους μου ποιητές. Αφήνω αναπάντητη τη συγκεκριμένη ερώτηση και παραδίδω τη σκυτάλη σε κάθε αναγνώστη που θα επιλέξει να με διαβάσει. Ας δώσει λοιπόν ο καθένας τη δική του απάντηση.
Τι διαβάζετε αυτή την περίοδο; Αυτή την περίοδο βρίσκομαι σε αναγνωστικό οίστρο! Έχω σχεδόν ολοκληρώσει την ανάγνωση του μυθιστορήματος “Ο τυφλός δολοφόνος” της Μάργκαρετ Άτγουντ ενώ, παράλληλα, έχω ξεκινήσει το “4 3 2 1” του Όστερ και συνεχίζω την ανάγνωση του μυθιστορήματος της Μόρισον «Γυρισμός» που το ‘χα παραμελήσει τελευταία. Και λίγο πριν πέσω για ύπνο κάθε βράδυ απολαμβάνω κάποιο από τα σονέτα του Σαίξπηρ από τη δίγλωσση έκδοση του Gutenberg.
Αν το βιβλίο σας γινόταν soundtrack, ποιο θα ήταν αυτό; Θα ήταν η «Σονάτα του σεληνόφωτος» του Μπετόβεν που αγαπώ να ακούω κάθε φορά που βρέχει και νομίζω πως ταιριάζει γάντι με το ύφος και τη θεματολογία των ποιημάτων μου.
Σας ευχαριστώ πολύ για τη συζήτηση και σας εύχομαι ό,τι καλύτερο για το βιβλίο σας! Αγαπητέ Θοδωρή, σε ευχαριστώ ειλικρινά για την ενδιαφέρουσα κουβέντα μας. Η αγάπη και το μεράκι σου για το βιβλίο καθρεφτίζονται ξεκάθαρα μέσα από την προσεγμένη σου δουλειά. Πραγματικά σε θαυμάζω. Εύχομαι να είσαι πάντα τόσο δημιουργικός και δραστήριος.