Το Nammos γίνεται 16 ετών…Είναι η ιστορία μιας ταπεινής ψαροταβέρνας στη Μύκονο
Είναι η ιστορία μιας ταπεινής ψαροταβέρνας στη Μύκονο, που χτίστηκε σε ένα υποτιμημένο οικόπεδο για να γίνει στο πέρασμα των χρόνων, ένα από τα καλύτερα και ακριβότερα μπιτς μπαρ του πλανήτη με τζίρους που ξεπερνούν τα 20 εκατομμύρια ευρώ τη σεζόν.
Την Πέμπτη 25 Ιουλίου ο Αντώνης Ρέμος μαζί με τον διάσημο Αιγύπτιο τραγουδιστή Αμρ Ντιάμπ αναμένεται να βάλουν φωτιά στην άμμο της Ψαρούς για να γιορτάσουν τα 16 χρόνια του Nammos.
Ο αδικημένος αγρότης, η ταβέρνα και τα ζαρζαβατικά
Η εντυπωσιακή ιστορία του «αυτόνομου κρατιδίου» της Ψαρούς, ενός άλλοτε υποτιμημένου παραθαλάσσιου οικοπέδου, ξεκινά πολύ παλιότερα, το καλοκαίρι του 1967. Τότε, το συγκεκριμένο κομμάτι γης γνώριζαν μόνον οι ντόπιοι καθώς εκεί είχαν το περιβόλι και την ταβέρνα τους δύο συντοπίτες τους, ο Κυριάκος και η σύζυγός του Ελένη Αγγελετάκη. Αγρότες που μοχθούσαν να καλλιεργήσουν ζαρζαβατικά στο αφιλόξενο μυκονιάτικο χώμα, για να τα πουλήσουν έπειτα σε πάγκους μπροστά από το ταβερνάκι τους.
Ο Κυριάκος θεωρείτο, σύμφωνα με άτομα που γνωρίζουν πρόσωπα και καταστάσεις στο νησί, από τους αδικημένους της οικογένειας Αγγελετάκη. Ο πατέρας του Κωνσταντής είχε προικίσει κάποια από τα παιδιά του με χωράφια-φιλέτα στην περιοχή Άνω Μερά, τα οποία ήταν κατάλληλα για γεωργική εκμετάλλευση. Στον Κυριάκο είχε παραχωρήσει ένα χέρσο χωράφι που βρισκόταν σχεδόν πάνω στην παραλία της Ψαρούς. Σε αυτό το χωράφι έφτιαξε μια μικρή ταβέρνα με ένα μενού που προσέφερε λίγα και καλά. Τα νερά είναι ήρεμα και το ψάρι άφθονο και φυσικά φρεσκότατο.
Τα πρώτα χρόνια και έως το 1975 οι εισπράξεις στην ταβέρνα του Κυριάκου και της Ελένης Αγγελετάκη κινούνταν σε ρηχά νερά. Οι τουρίστες που επέλεγαν για τις διακοπές τους το μικρό ξερονήσι των Κυκλάδων προτιμούσαν να μείνουν στη Χώρα εξαιτίας της έλλειψης των στοιχειωδών υποδομών, όπως καταλύματα και δρόμους. Μια επίσκεψη στην Ψαρού φάνταζε για τους λιγοστούς τουρίστες μακρινό και ανεξερεύνητο ταξίδι.
Ο γιος αναλαμβάνει και… εκτοξεύει την ταβέρνα
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ένα από τα αδέρφια του Κυριάκου, ο Ανδρέας Αγγελετάκης, αγόρασε το υπόλοιπο μισό του παραλιακού οικοπέδου και έτσι η ταβέρνα επεκτάθηκε. Μάλιστα, από το 1985 και μετά τα δεδομένα για την οικογένεια Αγγελετάκη άλλαξαν προς το καλύτερο. Η επιχείρηση πέρασε στα χέρια του γιου του Κυριάκου, Κώστα Αγγελετάκη ο οποίος ήταν μέχρι πρότινος ο ιδιοκτήτης του ακινήτου του «Nammos». Νέος και δραστήριος Μυκονιάτης, φιλοδοξούσε να γεμίσει την παραλία και το εστιατόριό του με την enfant gâté της αθηναϊκής κοινωνίας, που σιγά-σιγά έχριζε τη Μύκονο απόλυτο τουριστικό προορισμό της ελίτ. Και όχι μόνο.
Ο επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης του θρυλικού «Remezzo» Μάκης Ζουγανέλης φρόντισε με τον τρόπο του στην εκτόξευση της δημοφιλίας της Ψαρούς. Όσους επώνυμους, ξένους και Έλληνες, φιλοξενούσε τα βράδια στα σκαλάκια του «Remezzo», τούς τάιζε τα μεσημέρια στην Ψαρού. Σύντομα, η ύπαρξη της απάνεμης παραδεισένιας παραλίας της Ψαρούς δεν αποτελούσε πια μυστικό.
Από τα μέσα προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90 η ταμειακή μηχανή της ψαροταβέρνας άρχισε να «χτυπάει» τρελά νούμερα για την εποχή. «Το 1997-98 κάναμε τζίρο 3,5 με 4 εκατ. δραχμές τη μέρα», θυμάται ένας από τους τότε σερβιτόρους της ταβέρνας. Εκείνη την εποχή ήταν που ξεκίνησε και η μόδα – η οποία εξελίχθηκε σε τρέλα- με τις ρεζερβέ ξαπλώστρες που απαιτούσαν οι επώνυμοι πελάτες, οι οποίοι δεν δίσταζαν να προσφέρουν δυσανάλογα μεγάλα ποσά.
Και εγένετο… «Nammos»
Το 2002 η ταβέρνα άλλαξε χέρια. Ένα απρόσμενο περιστατικό, μια βίαιη συμπλοκή ανάμεσα σε ισχυρούς επιχειρηματίες, είχε ως αποτέλεσμα την ολική καταστροφή του καταστήματος λίγα 24ωρα αργότερα. Ο Αγγελετάκης τρόμαξε και αποφάσισε να πουλήσει το μαγαζί του.
Για την αγορά της επιχείρησης ενδιαφέρθηκαν δύο Μυκονιάτες και ένας Αιγύπτιος σεφ. Ο Ζαννής Φραντζέσκος, ο οποίος εκείνη την εποχή εργαζόταν ως μπάρμαν στο γνωστό «Caprice», πρότεινε στον Κωνσταντή Κουσαθανά και τον Σάμι Ιμπραήμ, πρώην ιδιοκτήτη του ιταλικού εστιατορίου «La Casa», να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να αγοράσουν το εστιατόριο του Αγγελετάκη.
Εκείνος τους ζήτησε 300.000 ευρώ «αέρα» και 4.000 ευρώ τον μήνα για ενοίκιο. Μάλιστα, το μερίδιο του Σάμι σε αυτό το νέο επιχειρηματικό σχήμα, το έβαλε η μητέρα του Κωνσταντή Κουσαθανά. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν, υπέγραψαν και οι νέοι ιδιοκτήτες έπιασαν αμέσως δουλειά δημιουργώντας στα συντρίμμια της ταβέρνας ένα καλαίσθητο beach bar-restaurant με την επωνυμία «Nammos».
Ο Ζαννής ανέλαβε τη μεταμόρφωση της Ψαρούς σε Σαν Τροπέ, ο Σάμι οργάνωσε την κουζίνα αναζητώντας νέες γεύσεις και ο Κωνσταντής, ως δεινός ψαροτουφεκάς, καταπιάστηκε με τον καθημερινό ανεφοδιασμό του «Nammos» με φρέσκα ψάρια και άλλα θαλασσινά εδέσματα. Λέγεται ότι την πρώτη κιόλας σεζόν λειτουργίας του «Nammos» ο τζίρος άγγιξε το 1,5 εκατ. ευρώ.
Λίγο καιρό αργότερα, η ιδιοκτήτρια της μπουτίκ επώνυμων ρούχων «Luisa» στο Κολωνάκι πρότεινε στον Κώστα Αγγελετάκη να της παραχωρήσει τον χώρο πίσω από το «Nammos», εκεί όπου στεγαζόταν κατάστημα με εξοπλισμό καταδύσεων. Ο Αγγελετάκης συμφώνησε και της παραχώρησε το κατάστημα με ενοίκιο 1.500 ευρώ τον μήνα χωρίς να ζητήσει «αέρα».
Η συνέχεια του «Nammos» είναι γνωστή. Στα χρόνια που ακολούθησαν το μυκονιάτικο beach bar-restaurant έγινε διάσημο σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, με την επιτυχία να πιστώνεται στους δύο Μυκονιάτες και τον Αιγύπτιο συνέταιρό τους που το έφτασαν στην κορυφή ξεκινώντας από το μηδέν.
Το «φιλέτο» της Ψαρούς, μάλιστα, προσέλκυσε και νέους επενδυτές, ενώ, ήδη, είχε αποχωρήσει ο ένας εκ των τριών πρωτεργατών του επιτυχημένου concept, ο Κωνσταντής Κουσαθανάς, ο οποίος φέρεται να έλαβε ένα γενναίο ποσό για να δώσει πουλήσει το ποσοστό του.
Ο νέος παίκτης ακούει στο όνομα Γιάννης Παπαλέκας. Πρόκειται για επιχειρηματία με μεγάλη δυναμική στο τομέα του real estate στη Ρουμανία καθώς αγοράζει από εμπορικά κέντρα μέχρι επιχειρηματικούς πύργους, ενώ διαχειρίζεται με την ίδια επιτυχία και εφοπλιστικά κεφάλαια. Ο κ. Παπαλέκας αγόρασε το ακίνητο όπου στεγάζεται η επιχείρηση «Nammos» έναντι 10,5 εκατ. ευρώ, καθώς και το ακίνητο του ξενοδοχείου «Seaside Cottage by Belvedere», μαζί με τον χώρο που είχε νοικιάσει η ιδιοκτήτρια της μπουτίκ «Luisa».