Lifestyle news

Τίνα Μεσσαροπούλου: «Φέτος η κατάσταση στην ελληνική τηλεόραση είναι λίγο δύσκολη»

Σε ένα διάλειμμα από τις υποχρεώσεις της, μιλήσαμε για την πορεία της στη δημοσιογραφία και στην τηλεόραση, την εμπειρία της ως τηλεκριτικού και τις αλλαγές που έχει δει στην ελληνική τηλεόραση με τα χρόνια. Επιπλέον, συζητήσαμε για την εντυπωσιακή αλλαγή στο σώμα της, τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να πετύχει αυτή τη μεταμόρφωση, καθώς και τη σημασία της ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής.

«Από πολύ μικρή ήξερα ότι ήθελα να ασχοληθώ με τη δημοσιογραφία. Στην πορεία, πέρασα από διάφορες φάσεις· κάποια στιγμή σκέφτηκα να γίνω αρχιτέκτονας, ενώ άλλοτε μου πέρασε από το μυαλό η Ιατρική. Όταν, όμως, απομάκρυνα όλες αυτές τις αμφιβολίες, συνειδητοποίησα ότι η δημοσιογραφία ήταν ο δρόμος που ήθελα πραγματικά να ακολουθήσω. Αναζητούσα τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσα να μπω σε αυτόν τον χώρο, πάντα λαμβάνοντας υπόψη ότι αστάθμητοι παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν την πορεία μου. Γιατί, εντάξει, μπορεί να υπάρχει το ταλέντο. Ήμουν καλή στην έκθεση, μου άρεσε η διαδικασία της γραφής. Ωστόσο, κανείς δεν σου εγγυάται ότι όλα θα πάνε καλά. Μπορεί να έχεις ταλέντο και ικανότητες, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως όλα θα λειτουργήσουν όπως τα φαντάζεσαι. Όταν συζήτησα το θέμα με τον πατέρα μου, ο οποίος μου ανέφερε τις δυσκολίες του επαγγέλματος, όπως την ανάγκη για γνωριμίες ή το ενδεχόμενο να μείνεις χωρίς δουλειά, αποφασίσαμε ότι θα ήταν καλό να έχω και ένα εναλλακτικό πλάνο. Έτσι, κατέληξα να σπουδάσω Φιλολογία, συγκεκριμένα Γαλλική Φιλολογία. Παράλληλα, για να παραμείνω προσηλωμένη στο όνειρό μου, έκανα ένα μεταπτυχιακό στη δημοσιογραφία, ώστε να είμαι προετοιμασμένη για το ενδεχόμενο να μην πάνε όλα όπως τα σχεδίαζα. Ξεκίνησα, επίσης, να κάνω και μαθήματα, ώστε να διευρύνω τις γνώσεις και τις δεξιότητές μου.

»Δίδασκα γαλλικά σε παιδιά τα πρώτα χρόνια, κυρίως για βιοποριστικούς λόγους, καθώς ήθελα να είμαι οικονομικά ανεξάρτητη. Την ίδια περίοδο, όμως, εργαζόμουν και ως δημοσιογράφος. Η τηλεκριτική μπήκε στη ζωή μου με έναν αρκετά αναπάντεχο τρόπο. Ένα καλοκαίρι, αφού είχα ολοκληρώσει το μεταπτυχιακό μου και βρισκόμουν σε άδεια άνευ αποδοχών μέχρι τον Σεπτέμβριο, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από το τμήμα των διεθνών της “Απογευματινής”. Μου είπαν ότι ο υπεύθυνος του τηλεοπτικού ρεπορτάζ, που χειριζόταν και τη στήλη της τηλεκριτικής, είχε φύγει για διακοπές και δεν θα επέστρεφε. Με ρώτησαν αν μπορούσα να αναλάβω τη θέση. Αν και μου απέμενε ένας μήνας άδειας, με ρώτησαν αν μπορούσα να επιστρέψω νωρίτερα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, δέχτηκα, γιατί πάντα είχα μια ιδιαίτερη σχέση με τα καλλιτεχνικά, και το αντικείμενο με ενδιέφερε. Έτσι, γύρισα 15 μέρες νωρίτερα από την άδειά μου, και μετά τον Δεκαπενταύγουστο ανέλαβα ως επικεφαλής του τηλεοπτικού ρεπορτάζ και της τηλεκριτικής. Από τότε, το ένα έφερε το άλλο, και συνέχισα στο συγκεκριμένο αντικείμενο μέχρι που έκλεισε η εφημερίδα. Σημειωτέον, εκείνη την εποχή ήμουν η νεότερη τηλεκριτικός, ανάμεσα σε “ιερά τέρατα” του χώρου, όπως η Μαρίνα Πετρούτσου και η Ντέπυ Γκολέμα. Αυτή η εμπειρία ήταν καθοριστική για την πορεία μου.

»Πώς έχει αλλάξει η δουλειά του τηλεκριτικού με την έλευση των social media; Πιστεύω πως οι τηλεκριτικοί διατηρούν πάντα επιρροή, κάτι που αποδεικνύεται από το ότι σήμερα οι περισσότεροι εξ αυτών εργάζονται ήδη στην τηλεόραση. Παλιότερα, το να είσαι τηλεκριτικός συχνά σε έβαζε στο στόχαστρο, καθώς κάποιοι υποστήριζαν πως κρίνεις την τηλεόραση χωρίς να έχεις εμπειρία από μέσα. Άκουγες σχόλια όπως: “Κρίνεις την τηλεόραση, αλλά δεν ξέρεις πώς είναι να δουλεύεις σε αυτήν”. Πλέον, όμως, η κατάσταση έχει αλλάξει. Σχεδόν όλοι οι τηλεκριτικοί έχουν ενσωματωθεί στο ίδιο το μέσο που κρίνουν, και αυτό τους δίνει διαφορετικό κύρος και αναγνώριση. Οι κλασικοί τηλεκριτικοί, που λειτουργούσαν κυρίως μέσα από τον έντυπο Τύπο, έχουν σχεδόν εξαφανιστεί, καθώς οι παλιές γενιές έχουν αποσυρθεί. Τώρα, η νέα γενιά τηλεκριτικών έχει προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της εποχής, αξιοποιώντας τόσο την τηλεόραση όσο και τα νέα μέσα για να παραμείνει σχετική.

»Πράγματι, σήμερα σε πολλές εκπομπές υπάρχει κάποιος που λειτουργεί ως τηλεκριτικός, ενώ τα νούμερα τηλεθέασης συνεχίζουν να αποτελούν θέμα συζήτησης, αν και όχι τόσο έντονα όσο παλαιότερα. Υπήρξε μια εποχή, ειδικά όταν το Alter ήταν στα “δυνατά” του, που οι αναλύσεις για τα νούμερα τηλεθέασης ήταν καθημερινή υπόθεση. Βλέπαμε πίνακες με αναλυτικά ποσοστά, σχολιασμό για κάθε εκπομπή και πολλές φορές αυτό γινόταν το επίκεντρο ολόκληρων εκπομπών. Ήταν σχεδόν “δεκάλεπτα αφιερώματα” στα ποσοστά. Σήμερα, το βάρος αυτό έχει μετατοπιστεί σε sites και λιγότερο σε εκπομπές. Παρ’ όλα αυτά, το κοινό εξακολουθεί να ενδιαφέρεται πάρα πολύ για τα νούμερα τηλεθέασης. Υπάρχει μια αίσθηση επιβεβαίωσης και επιβράβευσης όταν βλέπει ότι η εκπομπή που παρακολουθεί σημειώνει υψηλή τηλεθέαση. Είναι σαν να μοιράζεται την επιτυχία της, δημιουργώντας μια έμμεση σύνδεση με την επιλογή του.

Φωτογραφία: Instagram Tina Messaropoulou

»Με ρωτάς αν δυσκολεύτηκα ποτέ να εκφέρω ειλικρινή κριτική λόγω προσωπικών ή επαγγελματικών σχέσεων. H αλήθεια είναι ότι το πρόβλημά μου είναι το ακριβώς αντίθετο, παραείμαι ωμή και ειλικρινής. Ωστόσο, αυτό δεν αφορά μόνο την τηλεκριτική, είναι στοιχείο του χαρακτήρα μου γενικότερα. Έτσι είμαι ως άνθρωπος, και γι’ αυτό η τηλεκριτική και η γενικότερη κριτική μού ταιριάζουν απόλυτα. Στη ζωή μου εκφέρω πάντα άποψη και γνώμη, και πολλές φορές το κάνω με απόλυτη σαφήνεια, κάτι που δεν είναι πάντα εύκολο να αποδεχθούν οι άλλοι. Παρ’ όλα αυτά, νομίζω ότι αυτό πλέον εκτιμάται. Αλλά, από την άλλη, δεν με νοιάζει αν θα αρέσει σε όλους, προτεραιότητά μου είναι να εκφράζω αυτό που σκέφτομαι και νιώθω. Θα πω και το καλό εξίσου εύκολα, καθώς δεν είμαι άτομο που θα αναδείξει μόνο τα αρνητικά. Όπως θα επισημάνω γιατί κάτι έγινε με έναν συγκεκριμένο τρόπο, έτσι θα πω και “μπράβο” όταν κάτι αξίζει.

»Όσον αφορά την ελληνική τηλεόραση, δεν θέλω να είμαι αφοριστική, αλλά θεωρώ ότι υπάρχουν σίγουρα κάποια προβληματικά σημεία αυτή τη στιγμή. Υπάρχουν εκπομπές που μπορεί να μη μου ταιριάζουν, και φυσικά δεν είναι όλες οι επιλογές που γίνονται στον τηλεοπτικό αέρα της δικής μου αισθητικής. Για παράδειγμα, δεν υπήρξα ποτέ φανατική του reality, ακόμα και όταν αυτά είχαν τεράστια επιτυχία. Θυμάμαι το Fame Story όταν έκανε 80% ή το Survivor, τα οποία ποτέ δεν ήταν στο στιλ μου. Πάντοτε αγαπούσα τη μυθοπλασία, και μάλιστα την καλή μυθοπλασία, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να επιστρέφει. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει και μια υπερβολή. Όταν η ελληνική τηλεόραση βγάζει 45-50 σειρές κάθε χρόνο, αυτό δείχνει ότι η παραγωγή έχει φτάσει σε υπερβολικά επίπεδα. Δεν μπορεί να είναι όλα τα 50 προγράμματα καλά. Η ποσότητα πολλές φορές υποβαθμίζει την ποιότητα, και το βλέπουμε σε σειρές που δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες, ακόμα κι αν είναι μεγάλες παραγωγές.

»Αναμφίβολα, όλα αυτά τα χρόνια υπάρχουν σειρές που μπορούμε να θεωρήσουμε “διαμαντάκια”, και πολλές από αυτές συνεχίζουν να μας εντυπωσιάζουν. Δεν θέλω όμως να αναλωθώ μόνο στο παρελθόν, καθώς το παρόν έχει πολύ ενδιαφέρον και εκεί εστιάζω. Συχνά, αναφερόμαστε στο παρελθόν και λέμε “η τάδε σειρά ήταν εκπληκτική”, αλλά και σήμερα γίνονται εξαιρετικές σειρές. Μια από τις τελευταίες σειρές που μου άρεσε, αν και προβλήθηκε πρώτα στο Antenna Plus και σε δεύτερο χρόνο στην τηλεόραση, είναι οι “Ψυχοκόρες”. Επίσης, μου άρεσε πολύ το “Αυτή η νύχτα μένει”, αν και δεν είχε την αναμενόμενη αποδοχή. Θεωρώ ότι υπήρξαν κάποια λάθη στον προγραμματισμό που οδήγησαν σε μια μικρή απώλεια ενδιαφέροντος από το κοινό. Ο “Σασμός” ήταν, επίσης, άλλη μια σειρά που προσωπικά παρακολουθούσα φανατικά. Η ποιότητά του αδιαμφισβήτητη. Μία από τις πιο σημαντικές πλευρές αυτών των σειρών είναι ότι έφεραν στο προσκήνιο ταλέντα που ίσως να μην ήταν ευρέως γνωστά στο κοινό. Παράδειγμα η παρουσίαση του Δημήτρη Ήμελλου, της Μαρίας Πρωτόπαππα καθώς και άλλων ηθοποιών που, αν δεν ήσουν θεατρόφιλος, δύσκολα θα τους ήξερες. Αυτές οι σειρές έδωσαν την ευκαιρία στο κοινό να ανακαλύψει καινούργια πρόσωπα από τον θεατρικό χώρο, κάτι που αποτελεί μεγάλο κέρδος για την τηλεόραση και τους τηλεθεατές.

»Πώς εξηγώ το γεγονός ότι παλιές σειρές πουλάνε ακόμα, σε επανάληψη, ενώ νέα σίριαλ που κάνουν τηλεθέαση πάνω από 10%-11% θεωρούνται επιτυχία; H πίτα της τηλεθέασης έχει μοιραστεί πολύ περισσότερο με την πάροδο των χρόνων. Σήμερα, βλέπουμε εκπομπές και σειρές να ανταγωνίζονται για μερίδιο τηλεθέασης που συχνά είναι πολύ μικρό, ακόμα και για δέκατα και ποσοστά της τάξης του 3%. Παλιότερα, ήταν σχεδόν δεδομένο ότι μια σειρά που κατέγραφε τηλεθέαση 30%, 40%, ή και 50% θεωρούνταν επιτυχία, ενώ οι μεγάλοι τηλεοπτικοί αγώνες γίνονταν γύρω από αυτά τα ποσοστά. Η κατάσταση τώρα είναι πολύ πιο κατακερματισμένη, με πολλά κανάλια και εκπομπές να διεκδικούν την προσοχή του κοινού, που έχει πολλές επιλογές. Αυτό δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα αντίθεση: Ενώ πολλές σειρές του παρελθόντος θεωρούνταν χαμηλής ποιότητας ή “trash”, σήμερα, με την απόσταση του χρόνου και την αλλαγή των δεδομένων, βλέπουμε να τα εκτιμούμε με μια διαφορετική οπτική. Συχνά, οι σειρές ή τα πρόσωπα που στο παρελθόν δεν είχαν εκτιμηθεί, είτε λόγω του χαρακτήρα τους είτε της θεματολογίας τους, τώρα τα βλέπουμε με περισσότερη νοσταλγία και εκτίμηση. Κάποιες σειρές που μπορεί τότε να φάνηκαν φτηνές ή χαμηλής ποιότητας, τώρα επανεκτιμώνται και απολαμβάνουν μια δεύτερη ζωή. Αυτό δείχνει πως η αντίληψη για το παρελθόν αλλάζει, με την πάροδο του χρόνου και τη διαφορετική οπτική που μας προσφέρει το παρόν. Αυτό που λέω είναι ότι παλιά, όταν θεωρούσαμε κάποιες σειρές χάλια ή τις χλευάζαμε, τώρα κοιτάζοντας πίσω λέμε “κοίτα να δεις, κάποτε γίνονταν ωραίες δουλειές, τώρα τίποτα”. Έχουμε την τάση γενικά να αναπολούμε το παρελθόν και να λέμε πόσο ωραία ήταν τα πράγματα τότε και πόσο χειρότερα είναι τώρα. Εγώ όμως δεν συμφωνώ με αυτή την άποψη. Πάντα θα υπάρχουν καλές δουλειές. Το καλό, τελικά, πάντα βρίσκει τον τρόπο να ξεχωρίσει.

»Φέτος, η κατάσταση στην ελληνική τηλεόραση είναι λίγο δύσκολη, αλλά υπάρχουν σειρές που ξεχωρίζουν. Για παράδειγμα, ο “Άγιος Έρωτας” είναι μια ωραία σειρά που έχει καταφέρει να τραβήξει το ενδιαφέρον. Επίσης, τα “Παιχνίδια Εκδίκησης” ήταν μια σειρά που μου άρεσε, την πρόλαβα στο Antenna Plus πριν μεταφερθεί στον Antenna, και μου έκανε καλή εντύπωση. Γενικά, μου αρέσουν αυτές οι σειρές με θρίλερ και μυστηρίου. Επιπλέον, η “Διάφανη Αγάπη” είναι μια ιδιαίτερη σειρά με ξεχωριστό ύφος και χαρακτήρα, κάτι που τη διαφοροποιεί από άλλες. Φέτος είναι μια περίεργη χρονιά, γιατί, σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, όπου οι σειρές συνήθως συνέχιζαν τους κύκλους τους ή βασίζονταν σε παλαιότερα σενάρια, υπάρχει μια νέα αρχή. Με εξαίρεση τη “Μάγισσα”, που και πάλι άλλαξε άρδην, η μυθοπλασία φέτος επαναπροσδιορίζεται. Όλα τα προγράμματα είναι καινούργια, χωρίς τη συνέχεια των προηγούμενων ετών, κάτι που δείχνει ότι η ελληνική τηλεόραση προσπαθεί να βρει νέες κατευθύνσεις και ιδέες. Γι’ αυτό και νομίζω είναι μια δύσκολη χρονιά.

»Δεν είμαι πολύ σίγουρη για πολλά πράγματα, δεν βλέπω πολλές εκπομπές με ευχαρίστηση. Αλλά το ντοκιμαντέρ του Αλέξη Παπαχελά μού άρεσε πολύ. Μου άρεσε και το ότι προβλήθηκε στην κατάλληλη ζώνη. Μου αρέσουν πολύ τα τηλεπαιχνίδια, όπως το “Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος”, το οποίο θα παρακολουθήσω με ευχαρίστηση. Με κρατάει, μου αρέσει. Επίσης, το “Chase” μού αρέσει, αν και στην αρχή δυσκολεύτηκα λίγο να το παρακολουθήσω. Αλλά γενικά, τα παιχνίδια είναι κάτι που μου αρέσει. Θα ήθελα να αναφέρω και τον Γιώργο Θαναηλάκη, που με εξέπληξε ευχάριστα με την παρουσία του, τον θεωρώ έκπληξη. Ήταν το outsider που τελικά τα πήγε πολύ καλά. Είναι δύσκολο να συγκριθεί με τον Χρήστο Φερεντίνο, ο οποίος άφησε πολύ έντονο το στίγμα του στο “Deal”. Ο Φερεντίνος είναι συνώνυμος με το “Deal” και έχει αφήσει ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα στα τηλεπαιχνίδια.

»Το πρόβλημα στην ελληνική τηλεόραση είναι ότι συνήθως ακολουθούμε το πεπατημένο μονοπάτι: βλέπουμε ποιο κόνσεπτ είχε επιτυχία την προηγούμενη χρονιά και προσπαθούμε να το αναπαράγουμε. Αυτό, βέβαια, στερεί από την τηλεόραση την καινοτομία και τις φρέσκες ιδέες. Δεν λέω ότι χρειάζεται να έχουμε κάτι απόλυτα καινούργιο, αλλά θα μπορούσαμε να σκεφτούμε έξω από τα συνηθισμένα πλαίσια και να προσφέρουμε κάτι διαφορετικό στο κοινό. Για παράδειγμα, η καλή κωμωδία είναι κάτι που λείπει. Υπάρχουν κωμωδίες, αλλά οι πραγματικά καλές παραμένουν σπάνιες. Το κοινό το αναζητά αυτό. Το γεγονός ότι το “Σόι σου” συνεχίζει να κάνει καλά νούμερα δεν είναι τυχαίο. Είναι μια σειρά που έχει καταφέρει να κερδίσει την εκτίμηση του κοινού με τον ευχάριστο, οικογενειακό χαρακτήρα της, κάτι που την κάνει να παραμένει δημοφιλής ακόμα και με την πάροδο του χρόνου. Όσον αφορά το ότι ο Alpha προσπαθεί να την επαναφέρει, αυτό δείχνει την επιτυχία της και το πόσο αγαπητή ήταν. Ωστόσο, είναι πολύ δύσκολο να συγκεντρωθεί ξανά το ίδιο καστ και να δημιουργηθεί η ίδια χημεία, ειδικά αφού οι ηθοποιοί έχουν δεσμευτεί με άλλες δουλειές και έχουν ακολουθήσει διαφορετικές επαγγελματικές πορείες.

Back to top button
Close
Close