Σαν σήμερα πριν από πέντε χρόνια έφυγε ο Δημήτρης Μητροπάνος
Όταν από σύμπτωση τώρα τελευταία ακούω Μητροπάνο, το αυτί μου, κυρίως αυτό που δε φαίνεται, τεντώνει 20 εκατοστά για να αναγνωρίσει την υπερβατική αυτή φωνή, τον άνθρωπο που ένωσε το σύγχρονο λαϊκό με τη σκέψη και το συναίσθημα, ως συνιστώσες της τέχνης, τον άνθρωπο που ήξερε αυτό το ένα πράγμα να κάνει και να μας το προσφέρει ευγενικά, σαν τζέντλεμαν μιας άλλη εποχής.
Ο Μητροπάνος τελευταία μου προκαλεί έλξη, σαν να κρυβόταν χρόνια κάτω απ’το νερό και τώρα να αναδύθηκε, έτοιμος να αρχίσει να με πυροβολεί τόσο ύπουλα αλλά τόσο φυσικά, ώστε το αυτί μου, αυτό που λέγαμε, να του παραδίδεται αμαχητί. Γιατί τώρα διαλέγω το τριαντάφυλλο, ένα συμβολισμό παντελούς έλλειψης βίας με τον πυροβολισμό, το ακριβώς αντίθετο που μπορεί δυνητικά να προκαλέσει θάνατο, το εξηγώ βάσει αυτού που λέει ακροβατώντας ανάμεσα στις λέξεις ο Ελύτης: «Ένα τριαντάφυλλο που γίνεται ποίηση μπορεί να σε συνθλίψει πολύ περισσότερο από μια γροθιά που δε γίνεται ποίηση».
Ένα λοιπόν σημαντικό στοιχείο της φωνής του είναι αυτό ακριβώς, ότι συμμετέχει χωρίς να το γνωρίζει σε κάτι ποιητικό, γίνεται ο ίδιος το φερέφωνό του, δεν επιτρέπει καμία ανόητη αλλοίωση από την πλευρά των παθητικών ακροατών που έτσι κι αλλιώς υπάρχουν για να τον χειροκροτούν. Αντιθέτως, μας εύχεται καλή ίππευση της πελώριας φωνής του αφού μας δέσει με πατρική ζώνη ασφαλείας πάνω της.
Άλλη εξήγηση για την απροσδόκητη επιστροφή του Μητροπάνου είναι η ταύτισή του με όλα εκείνα τα εγγενή στοιχεία που κουβαλάμε μέσα μας ως λαός, ως γεωγραφικός χώρος, ως γλώσσα. Η βίαιη αποκοπή μας από τα πολιτισμικά στοιχεία που κουβαλούσαν οι πρόγονοι του καθενός μας και η συμπύκνωσή μας σε ένα πράγμα – η λέξη πράγμα δε μπαίνει τυχαία εδώ – οδήγησε στη δημιουργία νέων κοινών βιωμάτων, αναγκαστικά όμοιων για όλους μας, είτε ζεις στο Τσιρίγο είτε στις Φέρες. Ξαφνικά, σε διάστημα λίγων ετών αρχίσαμε να νοιώθουμε το ρεμπέτικο σαν κοινή μας παράδοση, όταν αυτό εκεί και όπου γεννήθηκε, δεν είχε αγγίξει ούτε μία ψυχική ίνα της επί πολλά έτη συνεχιζόμενης ποντίας γιαγιάς μου Ελένης. Κάπως έτσι και ο Μητροπάνος, έμεινε να μας θυμίζει κοινά χαρακτηριστικά του γεωγραφικού μας χώρου, λίγο πριν ενωθεί με την ενοποιημένη γλώσσα, αυτή που εύκολα ονομάζουμε νεοελληνική. Άρα λοιπόν αυτό κρύβει η φωνή του Μητροπάνου, τον ασβέστη στον κορμό του δέντρου, το βασιλικό που όλοι κρύβουν στην αυλή της μνήμης τους και που ανθίζει πού και πού, όταν τα πλαστικά πλέον εσωτερικά μας σύνορα το επιτρέψουν, τον ήχο των παιδικών μας τζιτζικιών που πλέκουν νότα-νότα το ελληνικό καλοκαίρι, το Α της Αμοργού κλπ.
Θα λεγα λοιπόν ότι ο Μητροπάνος δεν είναι τίποτα πιο απλό από ένα αιώνιο στοιχείο γνήσιας έκφρασης ενός αυθεντικού ανθρώπου, γιατί η λέξη καλλιτέχνης δε με αφορά. Είναι δηλαδή από αυτές τις περιπέτειες όπου η φαντασία νικάει τη γνώση γιατί παίζει με το αχανές και μόνο αυτό διαθέτει τη δυνατότητα να επιτρέψει στην ακοή, τη θύμηση και την ψυχή να ταυτιστούν στιγμιαία και να μας προσφέρουν ένα ποτήρι νερό όταν η ψυχή μας το αποζητάει.
Από τη «Ρόζα» που της χάρισε με τη φωνή του έναν καναπέ να αναπαύεται η μαχητική της θηλυκότητα μέχρι τις αυτοκτονικές τάσεις τύπου Σαίξπηρ στο «κουταλάκι», ο Μητροπάνος δείχνει τη μία και μοναδική παγκόσμια ανθρώπινη ψυχή που όπως και να τη γυρίσεις, ό,τι χρώμα και να της δώσεις, με όποια μελωδία και να την ξεγελάσεις, αυτή πάντα θα ανησυχεί για τα ίδια. Τα απλά, τα μικρά, τα σπουδαία. Κι αν κάποιος ακόμα υπάρχει να μας τα θυμίζει, ανέγγιχτος από τη διαρροή του νοήματος που μας κατακλύζει, αυτός είναι ο Μητροπάνος, κόντρα στην ψυχική και φυσική φτήνια της εποχής φαντάσματος που μας έλαχε να αναπνεύσουμε.