Οι Αρμάνοι μουσικοί των Τρικάλων από τον Ασπροπόταμο μέχρι το Μαλακάσι ..
Το τιμητική μνεία στους αρμάνους μουσικούς που το μεράκι τους δημιούργησε ιστορία και προσφορά στη μουσική των βλαχόφωνων ελλήνων και όχι μόνο σας παρουσιάζουμε σε μια προσπάθεια να μείνει ζωντανή στην μνήμη των ορεινών περιοχών του Νομού Τρικάλων η καλλιτεχνική παράδοση μεγάλων μουσικών
Καλή σας ακρόαση!
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΣ
Ο “Πατριάρχης” του κλαρίνου
Βλάχικης καταγωγής υπήρξε ο Νίκος Καρακώστας, ο γνωστός μεγάλος του κλαρίνου. Γεννήθηκε στην Κρανιά Ααπροποτάμου και μεγάλωσε στη Λαμία, πήγε και Αθήνα και ξέφυγε για τα καλά από τα όρια του «καθαρά» βλάχικου ύφους, ηχογράφησε πρώτος πολλά βλάχικα τραγούδια, τίμησε το δίχως άλλο την καταγωγή του και νομίζω δεν μπορεί να λείπει από καμμία συλλογή με βλάχους μουσικούς. Ο Νίκος Καρακώστας γεννήθηκε τον Δεκέμβρη του 1885 άλλοι γράφουν το 1881 στην πολύ γνωστή μας Κρανιά Ασπροποτάμου. (η διαφορά είναι γιατί τα αρχεία της Κοινότητας κάηκαν από τους Γερμανούς) Είναι το τρίτο παιδί του τσαρουχά Κώστα Καρακώστα. Πεντάχρονος ο Νίκος κατέβηκε μαζί με την οικογένειά του στην Καλαμπάκα για δουλειά και για το σχολείο των μεγαλύτερων παιδιών. Όταν ο Νίκος έγινε περίπου 11 χρονών η οικογένεια του κατέβηκε στο Δομοκό. Εκεί μαζί με τα άλλα του αδέλφια ήταν καλφάκια και μάθαιναν κοντά στον πατέρα τους Κώστα Καρακώστα την τέχνη του, δηλαδή την τέχνη του τσαρουχά. Το 1905 ο Νίκος Καρακώστας παντρεύτηκε και από το γάμο αυτό γεννήθηκαν 13 παιδιά, που για τις ανάγκες τους για να πάνε στο σχολείο, ο Νίκος Καρακώστας κατέβηκε στην Λαμία. Ήταν είκοσι χρονών ή κατ’ άλλους 25 όταν πήρε στα χέρια του το κλαρίνο και άρχισε να μαθαίνει. Αλλά και ο νεαρός τότε Νίκος Βρήκε στο όργανο αυτό το μέσον που θα έβγαζε με ξεχωριστό τρόπο τα πάθια, τους καημούς και τα μεράκια του κόσμου. Θα τα ανακάτευε με το αίμα της καρδιάς του, θα τα ζύμωνε με το είναι της ψυχής του για να τα αφήσει παρακαταθήκη στον Ελληνικό λαό. Γύρω στο 1925 τον βρίσκουμε να παίζει κλαρίνο στο «Κέντρο ‘Ελατος» στην πλατεία Λαυρίου. Εκεί για τριάντα χρόνια, βρήκε τον τρόπο να απελευθερώνει τις μνήμες του και να τις κάνει τραγούδι.
Το 1955 σε ένα αποκριάτικο γλέντι σε ένα ξεφάντωμα από αυτά που ο Νίκος Καρακώστας ήξερε να δημιουργεί εκεί πάνω στο πάλκο άφηνε την τελευταία του πνοή. Ήταν 27 Φεβρουαρίου του 1955 όταν το κλαρίνο του Νίκου Καρακώστα σίγησε.
Πάνω στην πλάκα του τάφο του ζήτησε να του γράψουν.
“Εγώ φτωχός γεννήθηκα φτωχός και θα πεθάνω μα μερακλής να γράψετε στον τάφο μου απάνω”
Όταν ο Νίκος Καρακώστας έφυγε ήταν μόνο εβδομήντα χρονών.
Μουσικό Αρχείο στο CD του ημερολογίου, Νο1: Μαντίκου νίκα τιαστιπτάι (Οργανικό) Κλαρίνο, Ν. Καρακώστας από την συλλογή : Τα προπολεμικά δημοτικά / Ιστορικές ηχογραφήσεις στις 78 στροφές
Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Γρηγόρη Χατζηλημπέρη για τη διάθεση του υλικού, χάρη στο οποίο κατέστη δυνατή η έκδοσή του ημερολογίου αναφορικά με τον Νίκο Καρακώστα.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΟΥΚΙΑΣ
Μια μεγάλη καρδιά στο ασπροποταμίτικο κλαρίνο.
Είναι εντυπωσιακό, μερικές φορές, το πόσο γλαφυρά διασώζει η συλλογική μνήμη ενός τόπου, ανθρώπους που, αγνά και άδολα, αφιέρωσαν όλο τους το είναι στην υπηρεσία της λαϊκής, τοπικής μουσικής παράδοσης. Μια τέτοια φυσιογνωμία υπήρξε και ο Γιώργος Βούκιας, κλαριντζής με καταγωγή από το Γαρδίκι Ασπροποτάμου. Γεννήθηκε το 1910 στο Γαρδίκι, μέσα σε μια οικογένεια πολύτεκνη, κτηνοτροφική, χωρίς κάποια μουσική παράδοση. Το καλοκαίρι παραθέριζε στο χωριό, μα το χειμώνα -όπως πολλοί νέοι της εποχής- κατέβαινε στην Αθήνα για να δουλέψει μικροπωλητής ή λουστράκι. Εκεί, σε ηλικία 18 ετών (το 1928), μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, σε ένα μαγαζί της οδού Αθηνάς -όπως αναφέρει ο ίδιος σε ραδιοφωνική συνέντευξη του, το 1990, στον Καρδιτσιώτη Πολ. Μηχανικό και ερευνητή Αριστομένη Καλυβιώτη- δέχθηκε τα πρώτα ερεθίσματα, ακούσματα που τον άγγιξαν βαθιά στην ψυχή και τον έστρεψαν προς το κλαρίνο. Με τη βοήθεια του συμπατριώτη του Χρήστου Μπανιάκα, ο οποίος ήδη έπαιζε κλαρίνο, αγόρασε όργανο και στη συνέχεια έπαιρνε -όσους μήνες το χρόνο ήταν στην πρωτεύουσα- μαθήματα από τον μεγάλο δεξιοτέχνη, διάσημο τότε Απόστολο Σταμέλο. Από το 1933-34 άρχισε να παίζει επαγγελματικά, ενώ -μόλις- το 1939 είχε ήδη ηχογραφήσει δύο δίσκους, έναν στην Odeon (1938, με τα τραγούδια «Γειτονοπούλα» και το βλάχικο «Βούλω τσιβούλω» σε σόλο ερμηνεία) και έναν στην Columbia (1939, με τα τραγούδια «Καρδιτσιώτισσα» και «Βασιλική»). Μετά τον Πόλεμο και τον Εμφύλιο εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον στα Τρίκαλα μετά, δε, το 1949, εγκατέλειψε την κτηνοτροφία οριστικά. Διασκέδαζε με μοναδικό τρόπο τον κόσμο, σεβόταν και την παραμικρή παραγγελιά, έπαιζε με το ίδιο πάθος τόσο για τον μεσήλικα μερακλή, όσο και για το μικρό παιδάκι ή για τον υπέργηρο, παλαίμαχο της ζωής. Δούλεψε με τους Βασίλη Τόγελο, τον Θανάση Μπουρλιάσκο, τον Γιάννη Γκάσιο, τον Χρήστο Ζυγοβίνα, και -περιστασιακά- με τον Δημοσθένη Βλαχαγγέλη, τραγουδιστή και λαουτιέρη από το Γαρδίκι, μετέπειτα, δε, σταθερά είχε κομπανία με τον Κώστα Ακρίβο, τον Σπύρο Αναστασίου, και τον Θωμά Γεωργίου. Έφυγε ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά, πλήρης ημερών, στις 5 Μαρτίου του 2006.
Μουσικό Αρχείο στο CD του ημερολογίου, Νο 2 / Βούλω τσιβούλω (Οργανικό) Σόλο Κλαρίνο, Ν. Βούκιας
Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Γρηγόρη Χατζηλημπέρη για τη διάθεση του υλικού, χάρη στο οποίο κατέστη δυνατή η έκδοσή του ημερολογίου αναφορικά με τον Γιώργο Βούκια.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΓΟΥΡΟΣ
Κύριος στο πατάρι, μερακλής από τους λίγους
Για μας τους Έλληνες, το γλέντι δεν ήταν ποτέ -διαχρονικά ανά τους αιώνες- υπόθεση μόνο ατομική, απλή εκτόνωση εσωτερικών μας ορμέμφυτων ενστίκτων, ζήτημα αυτο-ικανοποίησης. Αντίθετα αναζητούσαμε μέσα από το τραγούδι και το χορό την κοινωνία προσώπων, την αλληλεπίδραση μουσικού και χορευτή -αυτήν την πανέμορφη βιωματική, μυσταγωγική σχέση- που ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την ολοκλήρωση και των δύο. Ένας από τους βλάχους Ασπροποταμίτες μουσικούς που σημείωσε μοναδικές επιδόσεις σε αυτό το αρχέγονο άθλημα, θα λέγαμε, της σχέσης μεταξύ μουσικού και χορευτή, υπήρξε -και φημίζεται ακόμα γι’ αυτό- ο Σωτήρης ο Σγούρος. Γεννηθείς το 1929, στο Γαρδίκι, ο Σωτήρης μπορεί να μην ήταν από μουσικό τζάκι, ωστόσο από μικρή ηλικία έδειξε την κλίση του στη μουσική. Ίσως να συνέβαλε σε αυτό η καλλίφωνη μητέρα του, με τα τραγούδια της οποίας μεγάλωσε από κούνια. Τα καλοκαίρια στο χωριό, κοντά στα πρόβατα και την βλάχικη ποιμενική ζωή, αρχικά με ένα κουαρτίνο και μετά με το δανεικό κλαρίνο του Χρήστου Σδρένια, τοπικού ερασιτέχνη, πήρε τα πρώτα πατήματα. Με αυτό το πρώτο κλαρίνο έκαμε την πρώτη του εμφάνιση, στο γάμο του Λιάκου Μπατατέγα, το 1943, στο Γαρδίκι. Το πρώτο δικό του κλαρίνο το απέκτησε το 1945, του το διάλεξε μάλιστα ο μεγάλος Νίκος Καρακώστας, τον οποίο εγνώριζε ένας εξάδελφός του στην Αθήνα. Με αυτό το κλαρίνο πήρε μαθήματα από τον Αντώνη Τσιάπη, οργανοποιό και δάσκαλο μουσικής στα Τρίκαλα, ο οποίος μάλιστα τον έμαθε να διαβάζει και από το δυτικό πεντάγραμμο. Ηχογράφησε από το 1965 δίσκους 45 στροφών (πρώτος δίσκος η «Ρούσα» με Ζυγοβίνα – Ακρίβο) αλλά και αρκετές κασσέτες. Τίμησε ιδιαίτερα τα βλαχόφωνα τραγούδια, τα οποία πάντα ενέτασσε στο πρόγραμμά του και ηχογράφησε πολλάκις. Έφυγε σε ηλικία 80 ετών. Η εξόδιος ακολουθία, πάνδημη και σε κλίμα έντονης συγκίνησης, εψάλλη στα Τρίκαλα την Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009.
Μουσικό Αρχείο στο CD του ημερολογίου, Νο3: Λα πάτρου τζίντζι μάρμαρι. Κλαρίνο Σωτήρης Σγούρος
Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Γρηγόρη Χατζηλημπέρη για τη διάθεση του υλικού, χάρη στο οποίο κατέστη δυνατή η έκδοσή του ημερολογίου αναφορικά με τον Σωτήρη Σγούρο.
ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ ΜΠΑΟΣ
ο αυθεντικότερος εκφραστής της μετσοβίτικης παράδοσης
Το Μέτσοβο και τα χωριά που το περιβάλλουν δημιούργησαν μια ιδιότυπη κοινωνία, επηρεασμένη από τον τρόπο ζωής στα βουνά της Πίνδου, που μέσα από τις γιορτές και τα πανηγύρια διαδόθηκε ως τις μέρες μας. Έτσι, η μουσική παράδοση του Μετσόβου παρουσιάζεται αισθητά διαφοροποιημένη από τις αντίστοιχες άλλων περιοχών. Κοινό δομικό στοιχείο όλων αυτών αποτελεί ο αυτοσχεδιασμός και ο συναισθηματισμός. Στα πανηγύρια οι πιο πολλοί κάτοικοι, ντυμένοι με παραδοσιακές φορεσιές, χορεύουν τους χορούς του Μετσόβου και γλεντούν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.
Στις 6-2-2006 απεβίωσε ένας από τους μεγαλύτερους μουσικούς της βλάχικης παράδοσης της περιοχής του Μετσόβου, ο Αυγερινός Μπάος. Γεννήθηκε στο Μέτσοβο το 1933. Σε ηλικία 16 ετών διδάχτηκε από τον πατέρα του Νικόλαο Μπάο τα μυστικά του κλαρίνου και την εκτέλεση των μετσοβίτικων παραδοσιακών τραγουδιών, που διακρίνονται από τα δημοτικά τραγούδια για την ποιοτική τους ιδιαιτερότητα, τόσο στη μουσική όσο και στο ρυθμό. Η επίσημη μουσική εμφάνιση έγινε σε ηλικία 20 ετών. Ήταν ο αυθεντικότερος εκφραστής της μετσοβίτικης παράδοσης, και συνέχισε με μεγάλη επιτυχία τη βαριά μουσική παράδοση της οικογένειας. Ο Αυγερινός Μπάος μαθήτευσε επάξια δίπλα στον μεγάλο κλαριτζή από το Μαλακάσι, Γιάννη Ντόκο όπως επίσης και ο Ευθύμιος Τεγονίκος από τον Κορυδαλλό, και οι Κυριάκος Κωστούλας, Στέργιος Τσούτσος γνωστός ως “Μάσσος”, Τάκης Μπέκας, και Κων/νος Δημητρούλας όλοι από το Μαλακάσι. Η παραδοσιακή κομπανία του Μπάου την αποτελούσαν οι Στέργιος Μπάος-λαούτο και τραγούδι, Νίκος Μπάος-λαούτο, Παναγιώτης Μπάος-ντέφι).
Μουσικό Αρχείο στο CD του ημερολογίου, Νο5: Οργανικό περιοχής Μετσόβου ‘’ΑΥΓΕΡΟ’’ Κλαρίνο Αυγερινός Μπάος
Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Μιχάλη Μαγειρία (Πρόεδρο Π.Ο.Π.Σ.Β.) για τη διάθεση του υλικού, χάρη στο οποίο κατέστη δυνατή η έκδοσή του ημερολογίου αναφορικά με τον Αυγερινό Μπάο.
ΟΙ ΝΤΟΚΑΙΟΙ
Η μεγαλύτερη μουσική οικογένεια του Ασπροποτάμου.
Όπως και να το κάνουμε, το όνομα Ντόκος είναι συνυφασμένο με το βλάχικο δημοτικό τραγούδι της περιοχής του Ασπροποτάμου· ειδικότερα, δε, με το τοπικό μουσικό ύφος των χωριών που συντροφεύουν τον νεογέννητο -από το Χαλίκι- ποταμό στα πρώτα του βήματα, όπως Λεπενίτσα (Ανθούσα), Κόττορι (Κατάφυτο), Δραγοβίστι (Πολυθέα), Βελίτσιανη (Καλλιρόη), Κρανέα, αλλά και των βορειοτέρων χωρίων της περιοχής όπως Κουστιάνα (Καστανιά), Βεντίστα (Αμάραντος), Σκληνιάσα (Στεφάνι), Μαλακάσι, Κουτσούφλιανη (Παναγιά).
Οι Ντοκαίοι του Μαλακασίου υπήρξαν αμιγώς μουσική φατριά, η επιφανέστερη του Ασπροποτάμου, με αρκετούς εξαίρετους καλλιτέχνες να κοσμούν το γενεαλογικό της δέντρο και να συγκροτούν κομπανίες, από τον 19ο κιόλας αιώνα. Από τα παλαιότερα μέλη, δεξιοτέχνης της προπολεμικής εποχής, φέρεται να είναι ο κλαρινιτζής Θανάσης Ντόκος (1880 – 1958), ο οποίος μάλιστα άφησε στο πόδι του τους γιους του -και σημαντικούς επίσης κλαρινιτζήδες- Μιχάλη (1906 – 1973), Γιάννη (1909 – 1980), Γιώργο (γεννηθείς το 1920), αλλά και Νίκο (1914 – 1996) που ασχολήθηκε με το ντέφι. Τόσο ο Μιχάλης όσο και ο Νίκος Ντόκος απέκτησαν γιους με το όνομα του παππού Θανάση, το Σάκη Ντόκο του Μιχαήλ και τον Σάκη Ντόκο του Νικολάου, δύο πρώτα ξαδέρφια που έμελλε και τα δύο να εξελιχθούν σε δεξιοτέχνες του κλαρίνου και να αποτελέσουν άξιους συνεχιστές της οικογενειακής μουσικής παράδοσης. Ο Σάκης Μιχ. Ντόκος γεννήθηκε το 1940 στη Βεντίστα (Αμάραντο) του Νομού Τρικάλων. Από πολύ μικρός γαλουχήθηκε με τα χαρακτηριστικά μελίσματα του κλαρίνου του πατέρα του, με αποτέλεσμα να ασχοληθεί και αυτός επαγγελματικά με το όργανο από τα εφηβικά του κιόλας χρόνια· για σαράντα και πλέον χρόνια, μέχρι και το -πρόωρο- τέλος της ζωής του το 2005, υπηρέτησε με συνέπεια το Ντοκαίϊκο ύφος, αφήνοντας και αρκετές ηχογραφήσεις· με τραγούδια όπως το «Άιντε μωρ’ μηλιά», τα «Ματάκια», τον «Κυρατζίδικο», το «Αηδόνι», το «Ντιλμπεράκι», το «Μα ντι κου νίκα», τον «Πασά», το «Φιάτα λάι μ’σιάτα» και το «Ντάου φιάτι» που έχουν μείνει κλασσικά ερμηνευμένα από το κλαρίνο του. Εξίσου σημαντικός κλαρινιτζής, γεννημένος και αυτός στη Βεντίστα το 1947, ακόμη εν ζωή και στην ενεργό δράση, είναι ο Σάκης Νικ. Ντόκος.
Μουσικό Αρχείο στο CD του ημερολογίου, Νο6: Ένας πασάς διαβένει. Στο κλαρίνο ο Γιάννης Ντόκος. Τραγουδά ο Κυριάκος Κωστούλας
Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Γρηγόρη Χατζηλημπέρη για τη διάθεση του υλικού.
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΤΕΓΟΝΙΚΟΣ
Έκανε γνωστό το χωριό του σε όλο το Πανελλήνιο
Ένας από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες που έβγαλε ο τόπος μας. Ο Ευθύμιος Τεγονίκος, δεξιοτέχνης του κλαρίνου, γεννήθηκε στον Κορυδαλλό Καλαμπάκας το 1933. Ήταν το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά του Δημήτρη και της Θεοδώρας Τεγονίκου. Το έμφυτο ταλέντο του τον οδήγησε να κάνει τα πρώτα του μουσικά βήματα σε νεαρή ηλικία κάτω από αντίξοες συνθήκες. Στα 16 του ήταν ήδη επαγγελματίας κλαρινιτζής.
Μέσα από μια μεγάλη γκάμα παραδοσιακών μουσικών ανάπτυξε σπουδαίο έργο και η φήμη του εξαπλώθηκε και έξω από τα όρια της Θεσσαλίας. Τα βλάχικα τραγούδια ήταν η προτεραιότητα του, αλλά με το ίδιο μεράκι έπαιζε μουσικές από την Ήπειρο, την Μακεδονία, την Θράκη και άλλες περιοχές της χώρας.
Συνεργάστηκε με σημαντικούς καλλιτέχνες από την γύρω περιοχή όπως με τον Μίλτο Παρασκευά από την Καλαμπάκα, τον Γιώργο Γκίκα από τα Τρίκαλα, τον Πουρνάρα Στέργιο από την Μηλιά Μετσόβου, τον Βασίλη Έξαρχο, τον Κωνστανίνο Ζούκα από την Παναγία και πολλούς άλλους.
Το παίξιμο του χαρακτηρίζονταν από δυναμισμό και λεβεντιά. Σε κάθε μουσική εκδήλωση των Βλάχων έδινε ένα ηχηρό παρών ξεσηκώνοντας το πλήθος με τις νότες του.
Άφησε το κλαρίνο από τα χέρια του το 1999, όταν πια καταβεβλημένος από την επάρατη νόσο οδηγήθηκε σε νοσοκομείο της Αθήνας όπου και απεβίωσε.
Η κηδεία του έγινε στην γενέτειρά του- τον Κορυδαλλό Καλαμπάκας, μέσα σε ένα συγκινησιακό κλίμα με πλήθος κόσμου να τον αποχαιρετά στο τελευταίο του ταξίδι.
Μουσικό Αρχείο στο CD του ημερολογίου, Νο7 : Λά βιτσίν, Κλαρίνο, Θύμιος Τεγονίκος. Τραγουδά ο Κώστας Ζούκας.
Ευχαριστούμε θερμά την κ. Κατερίνα Φασέγγα για τη διάθεση του υλικού.
Μαλακάσι, η γενέτειρα των μεγάλων μουσικών.
Ω! Μαλακάσι όμορφο,
πατρίδα ευλογημένη
στην αγκαλιά σου έζησα
ζωή ευτυχισμένη.
(Λάζαρος Σταυραντώνης)
Το Μαλακάσι έδωσε στο πανελλήνιο την οικογένεια των Ντοκαίων, αλλά και όχι μόνο, άξιοι συνεχιστές της Δημοτικής μας παράδοσης είναι και οι επόμενοι που κατάγονται και αυτοί από το όμορφο χωριό του Ασπροποτάμου.
Ο Κωνσταντίνος Δημητρούλας γεννήθηκε στο Μαλακάσι το έτος 1914, σε ηλικία 14 ετών άρχισε να παίζει την μεγάλη φλογέρα (τζαμάρα) οπού με αυτό το όργανο εξέφραζε της χαρές και τις λύπες. Στην συνέχεια έπιασε το κλαρίνο και έγινε διάσημος οπού καθιερώθηκε και αυτός στους μεγάλους παραδοσιακούς οργανοπαίχτες μέχρι το 1990. Πέθανε το 1992 σε ηλικία 78 ετών. Συνεργάστηκε στενά με τον άλλο συγχωριανό του Γιάννη Ντόκο.
Ένας άλλος μεγάλος καλλιτέχνης από το Μαλακάσι είναι ο Γεώργιος Μπλάνας , γεννήθηκε το 1907 και άρχισε να παίζει ντέφι το 1927 με καταπληκτική δεξιοτεχνία έως το 1960, πέθανε το 1985 σε ηλικία 78 ετών.
Άριστος δεξιοτέχνης στο βιολί που πολλές φορές αντικαταστούσε το κλαρίνο ήταν ο Γιάννης Μπέκας , γεννήθηκε και αυτός στο Μαλακάσι το 1920 και διδάχθηκε βιολί από τον πατερά του το 1937 , σε ηλικία 17 χρονών άρχισε να παίζει στα πανηγύρια. Πέθανε το 2003 σε ηλικία 83 ετών.
Μουσικό Αρχείο στο CD του ημερολογίου, Νο8: Βαγγελίτσα (Κλαρίνο Κων. Δημητρούλας)
Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Ιωάννη Μιλ. Αναστασίου για τη διάθεση του υλικού, χάρη στο οποίο κατέστη δυνατή η έκδοσή του ημερολογίου αναφορικά με τους οργανοπαίχτες του Μαλακασίου.
Η Μουσική γεωγραφία της Βλαχόφωνης Ρωμιοσύνης
Θα ήταν παράλειψη και ατόπημα για την παρούσα, εάν δεν αναφερόμασταν και σε σπουδαίους βλαχόφωνους μουσικούς και ερμηνευτές άλλων περιοχών, οι οποίοι, ενεργοί και σήμερα, από σεμνότητα δεν επιθυμούν να συμπεριληφθούν σε αυτή την έκδοση. Εμείς οφείλουμε, έστω και ακροθιγώς να τους παρουσιάσουμε.
Με έντονο βλάχικο στοιχείο είναι τα χωριά της Βάλια Κάλντα. Εδώ το ύφος αρχίζει να προσομοιάζει το γρεβενιώτικο, με το βιολί να κυριαρχεί, σε βαθμό μάλιστα που ενίοτε εκτοπίζει το κλαρίνο, όπως λόγου χάριν στη Σμίξη. Η παράδοση της Σμίξης, με εξέχοντα βιολιστή τον Νίκο Γκιουλέκα, αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα της σχέσης που αναπτυσσόταν ανάμεσα σε χωριά και εκτελεστές: ο Γκιουλέκας, που δεν είναι ούτε Βλάχος ούτε Σμιξιώτης, θεωρείται ο καλύτερος εκπρόσωπος της σμιξιώτικης παράδοσης
Στο γειτονικό Περιβόλι, χαρακτηριστικές μουσικές φυσιογνωμίες είναι ο Χρήστος Ντάγκαλας (τραγούδι), αλλά και ο Στέργιος Δαρδακούλης (τραγούδι), ο Σταύρος Κουσκουρίδας (κλαρίνο) και η Αποστολία Παπαευαγγέλου (τραγούδι), που αποτελούν μια νεότερη γενιά με διαφορετική προσέγγιση· Ο Δαρδακούλης χρειάζεται ιδιαίτερη μνεία, καθώς κατά κάποιο τρόπο χάραξε το δρόμο για τους νεότερους.
Στην Αβδέλλα σπουδαίοι υπήρξαν οι αείμνηστοι Βαγγέλης Κασσιάρας (βιολί) και Ζήσης Τσιοτίκας (κλαρίνο), ενώ από την Κρανιά προέρχονται ο Κώστας Ζέρβας (τραγούδι) και ο Θανάσης Φασούλας (βιολί) που ούτε και αυτοί είναι Βλάχοι.
Στη γειτονική Σαμαρίνα, η παράδοση συνεχίζεται με τα χάλκινα των Μπετζαίων από το Τσιοτύλι. Από τα χωριά αυτά υπάρχουν μερικοί πολύ καλοί δίσκοι, εκδόσεις πολιτιστικών συλλόγων. Γρεβενιώτες Βλάχοι μετεγκαταστάθηκαν επίσης στη Βέροια, κυρίως σε χωριά όπως το Σέλι, το Ξηρολίβαδο και η Κουμαριά.