Μαρούλα Κλιάφα:“Όταν ξεκίνησα τις αποδελτιώσεις εφημερίδων –για να γράψω το τρίτομο έργο «Τρίκαλα
Από τον Σεϊφουλλάχ ως τον Τσιτσάνη» διάβασα πάνω από 25.000 φύλλα – είχα πλήρη άγνοια για τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζα. Πράγματι ο μόχθος είναι μεγάλος αλλά από κάποια στιγμή και μετά, όταν μπεις στο κλίμα, η δουλειά αυτή γίνεται απολαυστική. Πάντως εμένα η ανάγνωση των παλαιών εφημερίδων με ωφέλησε πολύ”. Η Τρικαλινή συγγραφέας Μαρούλα Κλιάφα μιλά στην εφημερίδα «Ελευθερία» της Λάρισας και στη δημοσιογράφο Γεωργία Κωστακοπούλου, για τον ρόλο αλλά και τον σημερινό Τύπο, την πολιτική και τους πολιτικούς, καθώς και τη σχέση της με τη Λάρισα, που γνώρισε μέσα από τη λογοτεχνία για την οποία πιστεύει πως δικαίως είναι η πολιτιστική πρωτεύουσα της Θεσσαλίας:
* Η μελέτη αρχείων και η αναδίφηση των παλιών εφημερίδων τι σας βοήθησε μέχρι τώρα να εκτιμήσετε; Το σήμερα είναι ξεκομμένο από το χθες;
– Ο λόγος που σπούδασα δημοσιογραφία σε μια εποχή που δεν συνηθιζόταν οι κοπέλες- και μάλιστα αστικής προ- έλευσης -να σπουδάζουν δημοσιογραφία είναι πως, όντας εφημεριδοφάγος από τα γεννοφάσκια μου, εκτιμώ αφάνταστα την προσφορά των εφημερίδων, οι οποίες, με τα χρόνια αποδείχτηκε πως κάθε άλλο παρά εφήμερες είναι. Στην πραγματικότητα η εφημερίδα- και ιδιαίτερα η τοπική- είναι ο καθρέπτης της τοπικής κοινωνίας. Οι δημοσιογραφικές μου σπουδές μού έμαθαν την αξία των αρχείων αλλά και τον τρόπο να διαβάζω, να επιλέγω και να αξιοποιώ τις ειδήσεις των παλαιών εφημερίδων. Παρά τις κομματικές και οικονομικές εξαρτήσεις που ενδέχεται να είχε μια εφημερίδα, το γεγονός πως έχει καταγράψει εν θερμώ τα γεγονότα της εποχής της είναι σημαντικό εύρημα για τον σημερινό ερευνητή. Πάρα πολλοί ιστορικοί αναφέρονται πλέον στα γραφόμενα του Τύπου για να τεκμηριώσουν τις απόψεις τους. Ασφαλώς το χθες δεν είναι ξεκομμένο από το σήμερα. Η ιστορία έχει μια συνέχεια. Αποφάσεις που οι κυβερνώντες δεν εφάρμοσαν τη στιγμή που έπρεπε, για παράδειγμα το ασφαλιστικό, σήμερα μας ταλανίζουν. Κάτι άλλο που μου έμαθε η αναδίφηση παλιών εφημερίδων είναι πως ο τελικός κριτής για τις πράξεις και τα έργα μας είναι ο χρόνος. Γι’ αυτό και δεν καταλαβαίνω αυτή την πρεμούρα που έχουν σήμερα οι άνθρωποι για προβολή. Όπως δεν κατανοώ και τους περισσότερους πολιτικούς που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να διατηρήσουν τη θε-ούλα τους, αδιαφορώντας για το πώς θα τους κρίνει στο μέλλον η ιστορία.
* Τι είναι αυτό που ζούμε σήμερα; Μήπως είναι απόρροια των χθεσινών μας πράξεων;
-Νομίζω πως ουσιαστικά στην ερώτησή σας αυτή έχω ήδη απαντήσει. Θα πρόσθετα μόνο πως για τα σημερινά μας δεινά εκτός από τους κυβερνώντες, μερίδιο ευθύνης έχουμε κι εμείς οι πολίτες. Εγώ δεν υιοθετώ τη ρήση πως «ο σοφός λαός έχει πάντα δίκαιο». Η ιστορία έχει αποδείξει ότι σε πολλές περιπτώσεις οι επιλογές του λαού ήταν λανθασμένες και έφεραν στη χώρα μεγάλες συμφορές.
* Πόσο δύσκολο είναι αυτό το συνεχές «ψάξιμο» στα αρχεία των εφημερίδων;
– Όταν ξεκίνησα τις αποδελτιώσεις εφημερίδων –για να γράψω το τρίτομο έργο «Τρίκαλα. Από τον Σεϊφουλλάχ ως τον Τσιτσάνη» διάβασα πάνω από 25.000 φύλλα – είχα πλήρη άγνοια για τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζα. Πράγματι ο μόχθος είναι μεγάλος αλλά από κάποια στιγμή και μετά, όταν μπεις στο κλίμα, η δουλειά αυτή γίνεται απολαυστική. Πάντως εμένα η ανάγνωση των παλαιών εφημερίδων με ωφέλησε πολύ. Έμαθα πολύ καλά την πρόσφατη ιστορία μας, γεγονός που με βοήθησε στο να γράψω το ιστορικό μυθιστόρημα «Ένα δέντρο στην αυλή μας» που έχει για θέμα του το αγροτικό ζήτημα στη Θεσσαλία και το «Μια μπαλάντα για τη Ρεβέκκα» που έχει για θέμα του την κατοχή και τις διώξεις των Θεσσαλών Εβραίων. Όλοι οι καλοί συγγραφείς όταν γράφουν ιστορικά βιβλία κάνουν έρευνα, συγκεντρώνουν μαρτυρίες, φωτογραφίες… Εάν δεν δουλέψεις κατ’ αυτό τον τρόπο, κινδυνεύεις να γράψεις ένα άνευρο μυθιστόρημα.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ… ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΕΣ
* Μπορείτε να κάνετε μια σύγκριση της τότε δημοσιογραφίας με τη σημερινή;
– Ο τρόπος που ο σημερινός έντυπος Τύπος αντιμετωπίζει τα γεγονότα είναι τηλεοπτικός. Το απαιτούν οι καιροί. Οι αναγνώστες έχουν εθισθεί στην εικόνα, αρκούνται στην ανά- γνωση ενός σύντομου κειμένου που να τους δίνει απλώς κάποιες πληροφορίες και αυτό είναι όλο. Δυστυχώς λίγοι ενδιαφέρονται για αναλύσεις και απόψεις. Το γεγονός επίσης πως σήμερα οι εφημερίδες είναι πολυσέλιδες δεν βοηθάει τον αναγνώστη να διακρίνει το σημαντικό από το ανούσιο.
ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕ ΟΥΣΙΑ
* Ιδιαίτερη απήχηση είχε ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθερία και αναφέρεται στην ιστορία της Λάρισας. Την αποδελτίωση και μεταγραφή έχετε κάνει εσείς. Μπορείτε να αναφερθείτε στα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία που εντοπίσατε στο κείμενο αυτό; –
-Το κείμενο που έστειλα πρόσφατα στην «Ελευθερία» είναι ένα από τα πολλά που έχω αποδελτιώσει. Το συγκεκριμένο με εντυπωσίασε για δυο λόγους: Πέρα από την ωραία περιγραφή της πόλης, αναφέρει ότι οι Λαρισαίοι του 1881 δεν είχαν την πολυπραγμοσύνη στα πολιτικά που διέκρινε τους υπόλοιπους Έλληνες και πως για να αποκτήσουν τάξη και δικαιοσύνη, δηλαδή δυο από τους πυλώνες της Δημοκρατίας, ήταν έτοιμοι να γίνουν οπαδοί εκείνης της κυβέρνησης που θα τους τα παρείχε. Αναρωτιέμαι πόσοι από τους σύγχρονους Έλληνες διαθέτουμε αυτή την ωριμότητα; Το δεύτερο που με εντυπωσίασε είναι πως ο συντάκτης του άρθρου, ο οποίος ασφαλώς ήταν ντόπιος, διαβάζοντας τη σύμβαση ενσωμάτωσης της Θεσσαλίας, προέβλεψε πως θα δημιουργηθεί στο μέλλον αγροτικό ζήτημα στην περιοχή. Για το λόγο αυτό και έσπευσε να ζητήσει από την ελληνική κυβέρνηση μέριμνα και προστασία για τους ακτήμονες αγρότες. Κι εδώ ερχόμαστε στην αποστολή του τοπικού Τύπου, ο οποίος δεν οφείλει απλώς να ασχολείται και να αναδεικνύει τα τοπικά προβλήματα αλλά να υποδεικνύει και λύσεις.
* Τι είναι αυτό που σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση στην ιστορία της Λάρισας; Έχετε κάποιους ιδιαίτερους δεσμούς με την πόλη;
– Η Λάρισα είναι μια από τις πιο αρχαίες πόλεις της Ευρώπης. Δεν θα αναφερθώ στην ιστορία της που άλλωστε είναι γνωστή. Θα επισημάνω όμως πως μετά την ενσωμάτωση ιδρύθηκε εκεί, το 1884, ο πρώτος γεωργικός σύλλογος και το 1910 Εργατικό Κέντρο. Επομένως είναι μια πόλη με προοδευτικούς κατοίκους. Tη Λάρισα την πρωτογνώρισα μέσα από τη λογοτεχνία. Δεκαπεντάχρονη διάβασα και ξαναδιάβασα τον «Συνταγματάρχη Λιάπκιν» του Καραγάτση. Με είχε γοητεύσει. Aργότερα απόκτησα στη Λάρισα στενούς και αγαπημένους συγγενείς. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 έγινα με τους Λαρισαίους και συντοπίτισσα. Επί χρόνια κατασκηνώναμε οικογενειακώς στο Castle κάμπιγκ. Εκεί γνωρίσαμε και κάναμε φίλους πολλούς Λαρισαίους. Ανάμεσά τους θέση ξεχωριστή είχε ο Παναγιώτης Δημητρακόπουλος και ο δεκαπεντάχρονος τότε γιος του, ο Γιώργος. Ζούσαμε πολύ κοντά. Η δικιά τους σκηνή φάτσα στη θάλασσα, η δικιά μας δυο μέτρα πιο πίσω. Ο Δημητρακόπουλος ήταν πολύ ζεστός άνθρωπος. Κάθε φορά που μ’ έβλεπε να γράφω, κοντοστεκόταν για να με ενθαρρύνει. Κι όταν άρχισαν να εκδίδονται τα πρώτα μου βιβλία, πάντα τα παρουσίαζε στην «Ελευθερία». Αργότερα γνώρισα σημαντικούς Λαρισαίους: Το ζεύγος Γουργιώτη, τον Μάκη Λαχανά (στη βιβλιοθήκη μου έχω ακόμα τον «Σπαρμό», τη Βασιλική Παπαγιάννη, τη Λίνα Καράμπα, τον αξέχαστο φίλο Τάκη Τλούπα με τον οποίο μά- λιστα συνεργαστήκαμε εκδίδοντας το λεύκωμα «Στο Βαρούσι». Πριν κάμποσα χρόνια ο νεαρός Λαρισαίος σκηνοθέτης Δημήτρης Μπίτος μού ζήτησε την άδεια να ανεβάσει μαζί με τη Θεοδώρα Μουκούλη στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου τους μονόλογους από το βιβλίο μου «Γυναίκες της γης». Ήταν μια υπέροχη παράσταση. Επίσης πριν τρία χρόνια ο Μπίτος ανέβασε στα θέατρα Βυρσοδεψείο και Εμπρός τις «Σιωπηλές Φωνές». Όπως βλέπετε λοιπόν έχω όχι μόνο συγγενικούς αλλά και πνευματικούς δεσμούς με τη Λάρισα. Άλλωστε την επισκέπτομαι συχνά, καλεσμένη σε δημόσια και ιδιωτικά σχολεία. Χάρη και στην εκτίμηση που τρέφουν για τα βιβλία μου οι Λαρισαίοι βιβλιοπώλες, έχω στη Λάρισα ένα σημαντικό αναγνωστικό κοινό. Πιστεύω πως δικαίως η Λάρισα είναι η πολιτιστική πρωτεύουσα της Θεσσαλίας. Εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι πώς μπορεί να υπάρχουν Λαρισαίοι που να καμαρώνουν για τον Λαζόπουλο αντί να επαίρονται για τον Κώστα Τσιάνο.
* Τα μυθιστορήματά σας για εφήβους έχουν κάνει πολλές επανεκδόσεις, δυο βιβλία σας έχουν μεταφραστεί στα ρωσικά και στα γερμανικά, ενώ αποσπάσματα των έργων σας έχουν συμπεριληφθεί σε σχολικά βιβλία του δημοτικού σχολείου και στα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» του γυμνασίου. Ποια καινούρια δουλειά να περιμένουμε;
– Η αλήθεια είναι πως δουλεύω καθημερινά πολλές ώρες. Όμως για να γράψεις ένα μυθιστόρημα χρειάζεται να γεμίσουν οι μπαταρίες σου και οι δικές μου ακόμα δεν έχουν γεμίσει. Για την ώρα ετοιμάζω δυο ιστορικά άρθρα. Ένα με θέμα τους Συλλόγους Επιστράτων κατά τον διχασμό και ένα για την παρουσία των Γάλλων στη Θεσσαλία το 1917.
ΠΑΡΘΕΝΩΝΕΣ ΚΑΙ… ΔΩΣΙΛΟΓΟΙ
* Πόσο καλό μας κάνει ως λαό, όταν λέμε και ξαναλέμε τη φράση «Όταν εμείς κτίζαμε Παρθενώνες, οι Ευρωπαίοι έτρωγαν βελανίδια». Μπορούμε συνεχώς να επικαλούμαστε τους προγόνους, όταν ο υπόλοιπος κόσμος προχωρεί;
– Ε, αυτό πια με τους Παρθενώνες και τα βελανίδια είναι ξεπερασμένο. Αναμασάμε μια φράση κλισέ, τη στιγμή μάλιστα που αρκετοί από εμάς ελάχιστα γνωρίζουμε τα επι- τεύγματα των προγόνων μας. Απλώς τα επικαλούμαστε. Αυτή η προγονοπληξία που μας διακρίνει υποδηλώνει ανασφάλεια. Κατά τη γνώμη μου, ένας λαός που δεν πιστεύει στις δυνατότητές του είναι καταδικασμένος στη στασιμότητα.
* Με το βιβλίο σας «Ο άντρας με τη γερμανική στολή» αγγίζετε το θέμα του δωσιλογισμού στη Θεσσαλία και προσπαθείτε να ρίξετε φως στο γιατί κάποιοι Έλληνες συνεργάστηκαν με τους Ναζιστές. Όμως το βιβλίο δεν μένει εκεί αλλά μιλάει και για τη μετακατοχική περίοδο, μια εξίσου και περισσότερο ζοφερή περίοδο για την Ελλάδα. Πιστεύετε ότι θα έπρεπε τα παιδιά στο σχολείο να διδαχθούν αυτό το κομμάτι της ιστορίας;
– Το βιβλίο μου «Ο άντρας με τη γερμανική στολή» είχε μια απροσδόκητα ευμενή κριτική από όλους. Φυσικά έχει παίξει ρόλο και το θέμα του. Ως τα σήμερα κανένας Έλληνας συγγραφέας δεν έχει τολμήσει να γράψει ένα μυθιστόρημα με ήρωα έναν δωσίλογο. Και βέβαια δεν πρέπει να αποκρύπτουμε από τους μαθητές τέτοια θλιβερά ιστορικά φαινόμενα όπως ήταν ο δωσιλογισμός. Γι’ αυτό άλλωστε ήδη από πέρυσι, στα μαθήματα τοπικής ιστορίας που κάνω στους μαθητές στο Κέντρο Ιστορίας και Πολιτισμού Κλιάφα, έχω συμπεριλάβει και το θέμα «Ο δωσιλογισμός στη Θεσσαλία». Όμως με λύπη μου θα πω πως μόνο ένα σχολείο το επέλεξε.
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Η Μαρούλα Κλιάφα γεννήθηκε το 1937 στα Τρίκαλα, όπου και ζει μόνιμα με την οικογένειά της. Έχει σπουδάσει δημοσιογραφία και από το 1972 ασχολείται με τη λογοτεχνία, τη μελέτη της τοπικής ιστορίας, τη συλλογή λαϊκών παραμυθιών, παραδοσιακών παιχνιδιών και παλαιών φωτογραφιών. Τα μυθιστορήματά της για εφήβους έχουν κάνει πολλές επανεκδόσεις, δύο βιβλία της έχουν μεταφραστεί στα ρωσικά και στα γερμανικά, ενώ απο- σπάσματα των έργων της έχουν συμπεριληφθεί σε σχολικά βιβλία του δημοτικού σχολείου και στα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» του γυμνασίου. Έχει τιμηθεί από την Ακαδημία Αθηνών, την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, τον Κύκλο Παιδικού Βιβλίου και τη Γυναικεία Συντροφιά. Το 2010 το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης της Σχολής Επιστημών του Ανθρώπου του Πανεπιστημίου της Θεσσαλίας της απένειμε τον τίτλο της επιτίμου διδάκτορος