Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, μας μιλάει για το θέατρο, που αποτελεί τον κυρίαρχο πρωταγωνιστή στη ζωή της
, τις παγίδες της κριτικής, την πίστη της στο σκηνοθετικό όραμα του κ. Χουβαρδά καθώς και για τον ρόλο της Κλυταιμνήστρας μέσα από μια εντελώς διαφορετική οπτική από αυτή που είχαμε συνηθίσει. Ακατάπαυστη εργάτρια του θεάτρου, μεθοδική, συνεπής στις θεατρικές της επιλογές, με μια αδιάκοπη εξελικτική πορεία στο ελληνικό θέατρο, κοντά στους πιο σημαντικούς θεατρικούς σκηνοθέτες και ανθρώπους του θεάτρου, κουβαλάει αναμφίβολα τη σφραγίδα μιας σπουδαίας ηθοποιού.
«Μια ακαταμάχητη γυναίκα και μια πολύ καλή ηθοποιός». Αν αυτή είναι η προκατασκευασμένη εικόνα των άλλων για σας τι θα αλλάζατε ή θα προσθέτατε. «Αν αυτή είναι η εντύπωση των άλλων, τους ευχαριστώ πολύ, ακούγεται πολύ κολακευτικό. Το θέμα της ομορφιάς θεωρώ ότι είναι υποκειμενικό, σε κάποιους μπορεί να αρέσει κανείς, σε κάποιους άλλους, όμως, όχι. Οπότε, σε καμία περίπτωση, δεν θεωρώ τον εαυτό μου ακαταμάχητο. Αυτό που προσπαθώ να είμαι, είναι καλός άνθρωπος και συνεπής.»
Περιοδεία. «Είμαι εδώ και πολλά χρόνια σε περιοδείες, ειδικά από το 2003 και μετά, σχεδόν κάθε χρόνο το βιώνω. Με μια, ίσως, μοναδική εξαίρεση το 2014 που έκανα μόνο τέσσερις παραστάσεις εκτός Αθηνών. Υπάρχουν σεζόν, καλοκαίρια, που έχω κάνει 70 παραστάσεις, πολλά καλοκαίρια. Κι άλλα καλοκαίρια που έχω κάνει λιγότερες παραστάσεις, συνήθως με το Εθνικό. Φέτος, είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις, όπου οι παραστάσεις είναι μόνο 25. Έχω, λοιπόν, την ευκαιρία να κάνω 2-3 εβδομάδες διακοπές, πράγμα σπάνιο για μένα. Αυτό που με χαροποιεί είναι η επαφή που αποκτούμε με τον κόσμο της επαρχίας, που διψάει για θέατρο και κυρίως για καλό θέατρο. Δεν παραλείπουν να μας το λένε και αυτό αποτελεί για μας μια δικαίωση ότι κάνουμε κι εμείς κάτι γι’ αυτούς, βοηθάμε να φτάσει ο πολιτισμός και σε πιο απομακρυσμένες περιοχές. Αν έχεις μαζί σου και μια πολύ καλή παράσταση και έναν εξίσου καλό θίασο, όπως συμβαίνει φέτος, αυτό το αίσθημα γίνεται πιο έντονο. Έχουμε την ευκαιρία να δούμε την Ελλάδα, να ακούσουμε τους πολίτες και τα προβλήματά τους, ο κάθε τόπος έχει τη δική του ματιά πάνω στα πράγματα. Η περιοδεία είναι μια πολύ σπουδαία εμπειρία.»
Η αρμονική σχέση μεταξύ των ηθοποιών σε μια παράσταση από τι εξαρτάται; «Από το ποιόν των ανθρώπων, όταν σχετίζεσαι με παιδιά που έχουν ωραίες προσωπικότητες, καλούς χαρακτήρες, υπάρχει μια αίσθηση του κοινού στόχου, όταν μιλάς την ίδια γλώσσα και σε αφορά να δίνεις κάθε βράδυ τον καλύτερο εαυτό σου και να έχεις το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα πολλές φορές ακόμα και σε αντίξοες συνθήκες. Θέατρα που δε διαθέτουν καλή ακουστική, καλές υποδομές παρασκηνιακές, οι υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού, είναι μερικά από τα πολλά προβλήματα που μπορεί να έρθουμε αντιμέτωποι. Όταν υπάρχει καλό κλίμα στο θίασο και με αρκετές δόσεις χιούμορ κάποιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται πιο εύκολα.»
Η σχέση ηθοποιού- σκηνοθέτη διακατέχεται από δημοκρατικότητα ή συγκεκριμένη ιεραρχία;«Σαφώς ιεραρχία. Ο ηθοποιός καλείται να υπηρετήσει το σκηνοθετικό όραμα. Αυτό που θα πει ο σκηνοθέτης είναι κανόνας. Δεν μπορεί ο ηθοποιός ακόμα κι αν διαφωνεί να πράξει κάτι διαφορετικό. Δεν επιτρέπεται. Αυτή είναι η δουλειά μας, να υπηρετούμε το σκηνοθετικό όραμα, να παραμένουμε πιστοί στην σκηνοθετική καθοδήγηση, με όση περισσότερη αλήθεια, εσωτερικότητα και πιεστικότητα γίνεται.»
Το επάγγελμα του ηθοποιού βρίσκεται σε μόνιμη κρίση; «Είναι ένα πάρα πολύ δύσκολο επάγγελμα. Καλείται κανείς να συμβιβάσει πράγματα που μοιάζουν ασυμβίβαστα, όπως το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στην τέχνη, καλύτερες επιλογές με το θέμα του βιοπορισμού. Στην Ελλάδα, όσο πιο πολύ προσπαθεί κανείς να υπηρετήσει την τέχνη, τόσο λιγότερο αμείβεται, όσο βάζει νερό στο κρασί του και επιλέγει πιο εμπορικά πράγματα, τότε οι αμοιβές του είναι καλύτερες. Εγώ, προσωπικά, που επιθυμώ να υπηρετώ την τέχνη, αντιμετώπισα πολλές φορές αμέτρητες δυσκολίες βιοποριστικού χαρακτήρα. Οι παραστάσεις πια της χειμερινής περιόδου παίζονται για πολύ λίγο, για δύο μήνες και είμαστε αναγκασμένοι να βιώνουμε ένα καθημερινό καθεστώς πρόβας- παράστασης, ετοιμαζόμαστε, δηλαδή, για την επόμενη παράσταση. Ενώ παλιά γινόταν δύο φορές το χρόνο, η αλλαγή παράστασης, τώρα γίνεται τέσσερις. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχεις ελεύθερο χρόνο, χρόνο για ξεκούραση, για προσωπική ζωή, επιβαρύνεται η υγεία και η ενέργειά σου. Βέβαια, το να έχει κανείς δουλειά, είναι και μια ευλογία. Πολλοί ηθοποιοί κάνουν και δευτερότριτα και παιδικές παραστάσεις, ειδικά όταν έχουν να συντηρήσουν και μια οικογένεια. Μια φορά δοκίμασα να διδάξω για 2 μήνες και κατάλαβα ότι δεν μπορώ να ανταπεξέλθω καθώς ο χρόνος μου ήταν μειωμένος.»
Οι περίοδοι της ελληνικής ιστορίας που επιλέγονται στα τρία δράματα της Ορέστειας. «Το πρώτο έργο, ο «Αγαμέμνων», διαδραματίζεται τη δεκαετία του ’40, το δεύτερο έργο, οι « Χοηφόροι» μεταφέρεται σε μια ιστορική περίοδο μετά τον εμφύλιο και οι «Ευμενίδες», το τρίτο έργο, αφορούν σε έναν πιο αφηρημένο χωροχρόνο. Πρόκειται για μια επιλογή του κ. Χουβαρδά ακριβώς γιατί το πρόβλημα με το αρχαίο δράμα έγκειται στο γεγονός ότι ο σύγχρονος θεατής έχει μια απόσταση από αυτά τα έργα που βρίθουν από μυθολογικά στοιχεία, θρησκευτικές αναφορές που φαντάζουν ξένες και μακρινές στο σύγχρονο θεατή. Όταν επιλέγει ένας σκηνοθέτης να φέρει το έργο σε μια κοντινή μας δεκαετία, αμέσως ο σημερινός Έλληνας επικοινωνεί καλύτερα με το έργο. Αντιλαμβάνεται πιο εύκολα τις αντικειμενικές συνθήκες, τα δεδομένα, τις καταστάσεις. Το έργο μιλάει για έναν πόλεμο, μια εκστρατεία. Το να μιλήσεις για την Τροία, δεν έχει την ίδια βαρύτητα όπως το να μιλάς για το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου οι μνήμες είναι νωπές και οι καταστάσεις έχουν εγγραφεί στο συλλογικό ιστορικό μας υποσυνείδητο. Αναγνωρίζει κανείς καταστάσεις και τις βιώνει με έναν πιο έντονο τρόπο, δημιουργείται μια απόσταση μεγάλης οικειότητας και βαθειάς συγκίνησης. Ο θεατής βλέπει την επιστροφή του στρατιώτη από το μέτωπο, ακούει γνώριμες μουσικές και τραγούδια της Βέμπο, κατακλύζεται από στοιχεία βαθειάς ελληνικότητας. Είναι σε θέση κάποιος να κατανοήσει καλύτερα το πλαίσιο. Οι Έριδες στο δεύτερο έργο, οι συγκρούσεις ανάμεσα στους ίδιους τους πολίτες, τα μίση, η μυστικότητα, οι χαμηλές φωνές, πράγματα και καταστάσεις που λάμβαναν χώρα εκείνη την περίοδο, επανέρχονται στο προσκήνιο στις μέρες μας. Η παράσταση, λοιπόν, ψηλαφεί αυτά τα στοιχεία, γι’ αυτό και ο θεατής μπορεί να επικοινωνήσει με τα υψηλά νοήματα του έργου.»
Ο Δημήτρης Δημητριάδης αναφέρθηκε σε μια συντομευμένη εκδοχή της ίδιας μετάφρασής του με περικοπές από τον κ. Χουβαρδά. «Αν τα έργα παίζονταν ολόκληρα θα διαρκούσαν πάνω από 6 ώρες, κάτι που φαντάζει ανέφικτο σε συνθήκες υπαίθριων θεάτρων. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί σε ένα κλειστό θεατρικό χώρο όπου οι θεατές θα πήγαιναν αποφασισμένοι για μια παράσταση τόσο μεγάλης διάρκειας. Γι’ αυτό τον λόγο σπάνια ανεβαίνει και η Ορέστεια ολόκληρη. Οι περικοπές του κ. Χουβαρδά έγιναν με μεγάλη προσοχή καθώς αφαιρέθηκαν τα μυθολογικά στοιχεία και οι αναφορές που απέχουν πολύ από το σύγχρονο θεατή και διατηρήθηκε ολόκληρη η πλοκή, η ιστορία, τα νοήματα, οι προβληματισμοί, οι ιδέες και η ποίηση.»
Ο ρόλος της Κλυταιμνήστρας από μια άλλη οπτική. «Η Κλυταιμνήστρα αντιμετωπίζεται συνήθως ως μια αρχετυπική ηρωίδα μια γυναίκα με στοιχεία αρρενωπής προσωπικότητας, ανδρόβουλη τη χαρακτηρίζει ο Αισχύλος και έτσι ερμηνεύεται. Κι εγώ την έχω ερμηνεύσει κατά αυτόν τον τρόπο το 2013. Στην παράστασή μας, εδώ, ο κ. Χουβαρδάς μού ζήτησε και αυτό μ’ ενδιέφερε πάρα πολύ, λαμβάνοντας υπόψη τη συγκεκριμένη δεκαετία και τα δεδομένα εκείνης της εποχής, να αποδώσω μια γυναίκα πολύ χαμηλών τόνων. Οι γυναίκες τότε ακόμα κι αν ήταν στην εξουσία έπρεπε να είναι υποταγμένες και αφοσιωμένες στον άνδρα, καθώς δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για το στοιχείο της φεμινιστικής ισότητας. Η παράσταση πραγματοποιεί μέσω της Κλυταιμνήστρας ένα σχόλιο πάνω στη στρατηγική των δημόσιων προσώπων που φέρουν αυτό το προσωπείο, μια μάσκα, καθώς ο δημόσιος λόγος τους δεν είναι αληθινός. Τα πολιτικά πρόσωπα δεν αφήνουν να διαφανούν στον κόσμο τα αληθινά τους συναισθήματα. Τα παιχνίδια της εξουσίας είναι διαχρονικά και πλήρως αναγνωρίσιμα. Η Κλυταιμνήστρα υποδέχεται τον άνδρα σας ως υπόδειγμα αγάπης, γλυκύτητας, τρυφερότητας και μετά το φόνο διαγράφεται η ρωγμή που έχει μέσα της, αποκαλύπτονται οι λόγοι για τους οποίους έκανε αυτήν την επιλογή που δεν οδηγούν στην θριαμβεύτρια λέαινα που έχουμε στο μυαλό μας. Είναι μια γυναίκα που έχει τσακιστεί από το βάρος της πράξης της και γνωρίζει καλά τη μοίρας της, έχει τοποθετήσει αυτομάτως τον εαυτό της στη θέση του θύματος. Στις «Ευμενίδες», σε ένα έργο που πρώτη φορά συμμετέχω, η Κλυταιμνήστρα είναι μια γυναίκα που έχει βαρύνει, έχει γεράσει, είναι άυπνη, ζει με εφιάλτες. Βλέπουμε μια Κλυταιμνήστρα γερασμένη και η σκηνή με το γιο της είναι για μένα άκρως αποκαλυπτική και ενδιαφέρουσα. Σα μητέρα, έρχεται αντιμέτωπη με ένα τέρας που έχει δημιουργήσει μέσα από τις πράξεις της, ένα δυστυχισμένο πλάσμα που δεν έχει άλλη επιλογή παρά να τη σκοτώσει. Οι σκηνές αυτές, στο δεύτερο έργο, έχουν μια έντονη ψυχαναλυτική ερμηνεία. Στο τρίτο έργο, το φάντασμα της Κλυταιμνήστρας που κανονικά στο γραπτό κείμενο εμφανίζεται μόνο στην αρχή του έργου, στην παράστασή μας είναι συνεχώς παρούσα. Δίνει μια άλλη διάσταση στα πράγματα, είναι αυτό που κουβαλάει ο Ορέστης μέσα στο μυαλό του. Είναι το έντονο βλέμμα της μητέρας που έχει μέσα στην ψυχή και στη συνείδησή και που παρά την αθώωσή του μέσα από τη θεσμοθετημένη ένορκη δικαιοσύνη, τελικά αποδεικνύεται ότι δεν τελειώνουμε με το υποσυνείδητό μας, τις ενοχές μας. Είναι ένα σχόλιο της παράστασης. Ο σύγχρονος κόσμος πώς θεραπεύει τις ενοχές του; Με τα χάπια και την ψυχανάλυση; Με τη συνείδηση δεν ξεμπερδεύεις εύκολα.»