Γυναικοκτονίες, πατριαρχία, σεξισμός, τοξική αρρενωπότητα.
Έννοιες που πριν από λίγα χρόνια μας ήταν άγνωστες και πλέον ηχούν ενοχλητικά οικείες στα αυτιά μας. Και όμως. Ακόμα και σήμερα που αυτοί οι όροι έχουν αποκωδικοποιηθεί και συζητηθεί ξανά και ξανά μια μερίδα του πληθυσμού –δυστυχώς η μεγαλύτερη- εξακολουθεί να σφυρίζει αδιάφορα.
Μια νεαρή δημοσιογράφος, η Τζένη Κριθαρά, αποφάσισε να συγκεντρώσει όλη αυτή τη συζήτηση σε ένα χρηστικό και ευκολοδιάβαστο ανάγνωσμα -που κατά γενική ομολογία έλειπε από την ελληνική εκδοτική παραγωγή. Και παρόλο που η ευχή της είναι το βιβλίο της να καταστεί σύντομα άχρηστο, στην πραγματικότητα μας είναι πιο απαραίτητο από ποτέ.
Για αρχή θα ήθελα να μας συστηθείς. Είμαι η Τζένη και είμαι δημοσιογράφος. Βρίσκομαι στον χώρο δέκα χρόνια και τα τελευταία επτά εργάζομαι σε ραδιόφωνο και εφημερίδα, κάνοντας πάντοτε παράλληλα και άλλα πράγματα – κυρίως στο ακαδημαϊκό πεδίο. Αν και είχα αποφασίσει από την… ώριμη ηλικία των έξι ετών πως θέλω να γίνω δημοσιογράφος, μεγαλώνοντας διαπίστωσα πως αν θέλω να προσφέρω κάτι ουσιαστικό και διαφορετικό, οφείλω να καλλιεργήσω πολλά επιμέρους στοιχεία της προσωπικότητας και των ενδιαφερόντων μου.
Έτσι, ξεκίνησα να σπουδάζω Πολιτικές Επιστήμες και να κάνω ένα μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις, όμως γρήγορα άλλαξα ρότα κι έκανα ένα δεύτερο μεταπτυχιακό στην Ελληνική Λογοτεχνία. Συνεχίζω με το διδακτορικό μου στον ίδιο τομέα. Καλύπτω το διεθνές ρεπορτάζ για τα μέσα που δουλεύω, όμως τα ζητήματα ανισοτήτων και δικαιωμάτων είναι αυτά με τα οποία θα ήθελα ιδανικά να ασχολούμαι κατ’ αποκλειστικότητα. Επειδή είμαι μεγάλο «σπασικλάκι» (και το χαίρομαι), στον ελεύθερο χρόνο μου προσπαθώ να επιμορφώνομαι για πράγματα που αγαπώ.
Έτσι, έχω κάνει σεμινάρια Ιστορίας Κινηματογράφου, έχω παρακολουθήσει ανάλυση θεατρικών κειμένων, έχω μάθει κινεζικά και παίζω πολύ σκάκι. Διαβάζω πάντα και παντού (από τον συρμό του μετρό μέχρι την αναμονή του οδοντιάτρου) και λατρεύω τις συζητήσεις με φίλους, γνωστούς και αγνώστους. Είμαι skincare junkie, λατρεύω τα κοσμήματα και δεν χορταίνω τα ταξίδια!
Πότε και πώς ξεκίνησε η ενασχόληση σου με τα ζητήματα έμφυλης βίας; Υπήρξε κάποιο βίωμα που θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας; Αναλογιζόμενη όσα συμβαίνουν γύρω μας, θεωρώ πως έχω σταθεί ιδιαίτερα τυχερή που δεν έχω υπάρξει θύμα κακοποίησης. Δεν έχω τέτοιο βίωμα. Έχω, όμως, το βίωμα του πανταχού παρόντος σεξισμού με τον οποίο ερχόμαστε αντιμέτωπες όλες καθημερινά.
Καθώς εργάζομαι ως δημοσιογράφος από τα 19 μου, έχω νιώσει στο πετσί μου τα στερεότυπα που πλαισιώνουν μέχρι και σήμερα μία νέα γυναίκα που αρχίζει την επαγγελματική της σταδιοδρομία. Πρέπει να αποδεικνύουμε καθημερινά πως αξίζουμε αυτά που έχουμε αποκτήσει παλεύοντας, την ώρα που τα ίδια πράγματα θεωρούνται δεδομένα για τους άντρες και δεν χρειάζεται να αποδείξουν τίποτα. Παράλληλα, υφίσταμαι κι εγώ – όπως και όλες μας – εις βάρος μου σχόλια, συμπεριφορές και αποφάσεις που έχουν ως βάση τον σεξισμό και τα πατριαρχικά στερεότυπα.
Μέσα από το βιβλίο θέλω να καταστήσω σαφές πως βία δεν είναι μόνο το ξύλο ή ο βιασμός. Βία είναι να μην μπορείς να εκφραστείς ελεύθερα, βία είναι να μην έχεις πρόσβαση στα χρήματα που η ίδια βγάζεις, βία είναι να φοβάσαι να μιλήσεις στο σπίτι ή στο γραφείο σου. Μάλλον επειδή ξεκίνησα να δουλεύω από πολύ μικρή και παράλληλα υπήρχε το σχετικό ερέθισμα λόγω του αντικειμένου των σπουδών μου, η ενασχόλησή μου με τα έμφυλα ζητήματα άρχισε από τα φοιτητικά μου χρόνια.
«Είμαι γυναίκα, γι’ αυτό με σκοτώνεις». Θυμάσαι τη στιγμή που επέλεξες τον τίτλο του βιβλίου σου; Και βέβαια! Καταρχάς, οφείλω να ομολογήσω πως ο τίτλος δεν ήταν δική μου έμπνευση. Ανήκει στον Νίκο Μπογιόπουλο, που προλογίζει το βιβλίο και δουλεύουμε μαζί τα τελευταία έξι χρόνια. Καθώς ετοιμάζαμε την εκπομπή του ένα μεσημέρι, του είπα πως δυσκολεύομαι να βρω έναν τίτλο που να αρέσει στον εκδότη του ΚΨΜ, Βασίλη Γραμμέλη, αλλά και σε εμένα. Χωρίς να δυσκολευτεί ιδιαίτερα, γυρίζει και μου λέει: «ο τίτλος θα είναι: Είμαι γυναίκα, γι΄αυτό με σκοτώνεις». Ε, αυτό ήταν! «Μίλησε» κατευθείαν στο θυμικό μου και δεν νομίζω πως θα μπορούσε οτιδήποτε άλλο να συνοψίσει καλύτερα και τα δύο κομμάτια του βιβλίου: την έρευνα και τις μαρτυρίες.
Στην εισαγωγή του βιβλίου σου αναφέρεις τρία από τα πιο διαδεδομένα συνθήματα του φεμινιστικού χώρου: «Ούτε μια λιγότερη», «Εγώ, αδερφή μου, σε πιστεύω» και «Οι δολοφόνοι έχουν τα κλειδιά του σπιτιού μας». Θεωρείς πως μέσα από αυτές τις τόσο απλές και ουσιώδεις φράσεις αποτυπώνονται και ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά των περιστατικών έμφυλης βίας; Πιστεύω πως αυτά τα τρία συνθήματα – όπως και τα περισσότερα συνθήματα των φεμινιστικών διεκδικήσεων – συνοψίζουν με τον πλέον σαφή και εύγλωττο τρόπο όχι μόνο τα χαρακτηριστικά των περιστατικών έμφυλης βίας, αλλά και τα αίτιά τους, ενώ παράλληλα φωτίζουν τον ενδεδειγμένο τρόπο αντίδρασης. Αναρίθμητες έρευνες αποδεικνύουν πως η γυναικοκτονία – ως κορύφωση της έμφυλης ή/και ενδοοικογενειακής βίας – λαμβάνει τις περισσότερες φορές χώρα μέσα στο ίδιο το σπίτι του θύματος. Άρα, οι γυναικοκτόνοι έχουν όντως τα κλειδιά του σπιτιού μας, μένουμε μαζί τους.
Το σύνθημα «ούτε μία λιγότερη» με πληγώνει κάθε φορά που το γράφω ή το φωνάζω γιατί κάθε φορά που χρειάζεται να το πω ή να το γράψω σημαίνει πως άλλη μία από εμάς έχει γίνει θύμα γυναικοκτονίας. Δυστυχώς, από τον Φλεβάρη που κυκλοφόρησε το βιβλίο μου μέχρι σήμερα, έχουν καταγραφεί αρκετές γυναικοκτονίες και νομίζω πως όλες και όλοι θυμόμαστε πόσο βαρύς ήταν ο φόρος του έμφυλου αίματος την περασμένη χρονιά. Όταν λέω πως μεγάλη μου προσδοκία είναι το βιβλίο μου να καταστεί σύντομα άχρηστο, το εννοώ. Θέλω να μην χρειάζεται να εξηγούμε τα αυτονόητα. Να μην υπάρχουν γυναίκες που θα καταθέτουν τα δικά τους τραύματα από το έμφυλο έγκλημα. Σε ό,τι αφορά στο σύνθημα «Εγώ, αδερφή μου, σε πιστεύω», θεωρώ πως είναι το πιο αναγκαίο και το πιο επίκαιρο. Δεν χρειάζεται το θύμα να είναι νεκρό για να το πιστέψουμε. Οφείλουμε να βάλουμε τέλος στην ενοχοποίηση του θύματος και σε όλες τις νοσηρές συμπεριφορές που οδηγούν σε αυτή, όπως είναι ο εσωτερικευμένος μισογυνισμός, το slut shaming και ο σεξισμός σε κάθε έκφανσή του.
Θέλεις να μας πεις τις δικές σου τις σκέψεις για το φεμινιστικό κίνημα της χώρας μας και τη δυναμική του; Νιώθω πως βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής. Με αφορμή το κίνημα #metoo, χιλιάδες γυναίκες και άντρες ήρθαν σε επαφή με την ουσία και τις διεκδικήσεις του φεμινισμού. Αυτή η επαφή είναι πολύτιμη, δεν πρέπει να την χάσουμε. Η λέξη «φεμινισμός» ήταν δαιμονοποιημένη για χρόνια ακόμη και από τις ίδιες τις γυναίκες. Καθώς ήρθαν στο φως όλα αυτά τα αποτρόπαια σεξουαλικά εγκλήματα, οι έννοιες της έμφυλης ισότητας, της αυτοδιάθεσης του σώματος, του σεβασμού της ατομικότητας και της ελευθερίας στην επιλογή ήρθαν στο προσκήνιο.
Δεν πρέπει να το αφήσουμε να περάσει έτσι. Πρέπει να μιλήσουμε περισσότερο για αυτά και να εμβαθύνουμε. Από κινηματικής άποψης, οι γυναίκες που βγαίνουν στον δρόμο είναι πλέον περισσότερες και από πολλά διαφορετικά κοινωνικά υπόβαθρα. Αυτό είναι σπουδαίο. Η ισότητα προϋποθέτει την συμπερίληψη. Δεν χρειάζεται να έχεις διαβάσει τα άπαντα της Μέρι Γουόλστονκραφτ για να θεωρείσαι φεμινίστρια. Αρκεί η συνείδησή σου και οι πράξεις σου να είναι προσανατολισμένες στην έμφυλη ισότητα. Το φεμινιστικό κίνημα στην χώρα μας έχει για χρόνια κάποιες παρωπίδες, τις οποίες προσωπικά θεωρώ παρωχημένες.
Ο φεμινισμός μάς αφορά όλους και όλες. Για παράδειγμα, διαφωνώ με όσες και όσους δυσαρεστήθηκαν, όταν ψυχαγωγικές εκπομπές ασχολήθηκαν με τις υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης. Σαφώς και όταν γίνεται με ευτέλεια και στην λογική της κλειδαρότρυπας για να ανέβουν τα νούμερα τηλεθέασης, είμαι αντίθετη κι εγώ. Όμως, δεν μπορείς να στερείς από κανέναν και καμία το δικαίωμα να μιλάει γι αυτά τα ζητήματα. Κανείς και καμία δεν έχει το μονοπώλιο στον φεμινισμό. Άσε που με αφορμή το #metoo είχαμε την ευκαιρία να δούμε πολλές «σοβαρές» προσωπικότητες να αποδεικνύονται λίγες μπροστά στην χιονοστιβάδα της κοινωνικής μεταστροφής.