Αυτό είναι το ψητοπωλείο στην Λάρισα που γευμάτισε ο Αριστοτέλης Ωνάσης με την Μαρία Κάλλας

Συνέντευξη στην Εύη Μποτσαροπούλου
Με τον Γιάννη, που εκπροσωπεί την τρίτη γενιά στο Ψητοπωλείο “Αδάμος”, γνωριστήκαμε δυόμιση χρόνια πριν περίπου· ήταν η εποχή που ο “Αδάμος” ανακαινιζόταν για να δημιουργήσει την κλειστή αίθουσα για μικρές εκδηλώσεις…
Φυσικά δεν μπόρεσα να αντισταθώ και του ζήτησα να μου διηγηθεί την πασίγνωστη ιστορία με τον Ωνάση και την Κάλλας που επισκέφτηκαν τον «Αδάμο» στις αρχές της δεκαετίας του ΄60… «Τότε υπήρχε μόνο ένα τηλέφωνο στην Κεντρική πλατεία που εξυπηρετούσε τους Λαρισαίους στο κέντρο. Εμφανίζεται λοιπόν, στο μαγαζί ένας κύριος και ενημερώνει τον παππού Αδάμο ότι έρχεται ο Ωνάσης με την Κάλλας για να φάνε και ότι η αστυνομία θα κλείσει τους δρόμους για ασφάλεια. Κάτι που δεν γνωρίζει ο κόσμος είναι ότι τότε ο Ωνάσης ήταν στη Θεσσαλονίκη κάνοντας επαφές για να αγοράσει ολόκληρο το λόφο με το Κάστρο του Πλαταμώνα και να δημιουργήσει στην περιοχή ένα concept αντίστοιχο με το Μονακό. Οι διαπραγματεύσεις με τις τοπικές αρχές δεν προχώρησαν και ο Ωνάσης ρώτησε στη Θεσσαλονίκη που θα μπορούσε να σταματήσει κατά την επιστροφή του στην Αθήνα για να φάει κάτι traditional για να του αλλάξει η διάθεση και του είπαν για μας στη Λάρισα· ποτέ δεν μάθαμε ποιος ήταν ο άνθρωπος που πρότεινε στον Ωνάση το Ψητοπωλείο του Αδάμου…
Μετά η ιστορία λίγο πολύ γνωστή… μπαίνει ο Ωνάσης στο μαγαζί και λέει στον παππού «Εσύ είσαι ο περίφημος Αδάμος; Εγώ είμαι ο Ωνάσης», του έδωσε το χέρι και τον αγκάλιασε. Ο πατέρας μου τότε δέκα χρονών τότε, και ο παππούς, του ζήτησε να είναι διακριτικός και σε κάποια απόσταση. Κάποια στιγμή η Κάλλας τρώγοντας αρνί, λέρωσε το φόρεμα της και ο παππούς προσφέρθηκε να της το καθαρίσει· όσοι ώρα το καθάριζε η Κάλλας κοιτούσε επίμονα μια μπάντα τοίχου με σκηνές από κυνήγι και τη θεά Άρτεμη. Φεύγοντας, ο παππούς είπε στον Ωνάση «Εσύ είσαι ο περίφημος Ωνάσης, εγώ είμαι ο Αδάμος» και κατέβασε την μπάντα από τον τοίχο και τη χάρισε στην Κάλλας. Ο Ωνάσης έδωσε στον δεκάχρονο τότε πατέρα μου πουρμπουάρ που ισοδυναμούσε τότε με τρεις μισθούς».
Κάποια στιγμή σηκώνεται ο Γιάννης, ξεκρεμάει μια φωτογραφία από τον τοίχο και μου την φέρνει. «Εδώ» μου λέει «είναι ο παππούς με τον γιο του τον Ανδρέα· το 1952 περνούσε έξω από το μαγαζί ένας Γερμανός, τους είδε που καθόταν και τους ζήτησε την άδεια να τους φωτογραφίσει· την φωτογραφία τους την έστειλε με το ταχυδρομείο αργότερα από τη Γερμάνια. Ο παππούς με τον Γερμανό αλληλογραφούσαν μέχρι το 1975».
Με κοιτάει και μου λέει «δεν ξέρω πως σου ακούγονται εσένα όλα αυτά, αλλά για μας, για την οικογένεια μας, είναι πολύ σημαντικά. Είναι μνήμες, μυρωδιές και ατμόσφαιρα· είναι η ιστορία μας. Και αυτή την ιστορία θέλω να την εισπράττει ο επισκέπτης, όχι μόνο μέσα από τις γεύσεις, που παραμένουν οι ίδιες, αλλά και από το χώρο, από τη συνολική εμπειρία».