Από τα ΤΕΦΑΑ στη Δανία: Ο Χάρης Μηνογιάννης εγγυάται την… ασφάλεια της Μίντιλαντ
Ο Χάρης Μηνογιάννης αποτελεί μία ακόμα απόδειξη πως όταν προσπαθείς για κάτι τελικά τα καταφέρνεις. Ο ίδιος διηγήθηκε στο Sportal πως κατόρθωσε από τα ΤΕΦΑΑ να βρεθεί σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κλαμπ.
Όχι δεν είναι κάποιο promote για το πόσο εξαιρετικά ή όχι είναι τα ΤΕΦΑΑ! Παρόλα αυτά η ιστορία του Χάρη Μηνογιάννη – ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του όντας φοιτητής τους -αποτελεί ένα πολύ όμορφο διήγημα για όποιον προσπαθεί να πετύχει τους στόχους του και για όποιον θεωρεί πως η Ελλάδα δεν μπορεί να «παράγει» ανθρώπους του ποδοσφαίρου.
Η πρώτη ερώτηση που σας έρχεται κατά πάσα πιθανότητα στο μυαλό είναι: «Ποιος είναι αυτός»; Ο Χάρης Μηνογιάννης ανήκει σε εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που δεν παίρνει ποτέ τα credits για τα όσα πραγματικά κάνει. Όλοι συγχαίρουν τον Κασίγιας, τον Καν, η τον Νικοπολίδη (για τους φιλέλληνες), όμως ποτέ κανένας δεν είπε μπράβο στους ανθρώπους που τους «έχτισαν» ώστε να φτάσουν τόσο ψιλά.
Όπως καταλάβατε – και για όσους δεν – ο Χάρης ανήκει στο team των τερματοφυλάκων της Μίντιλαντ, ο οποίος βρέθηκε από τα «τσικό» της ΑΕΛ στο τεχνικό επιτελείο των «Λύκων». Εκεί, όπου λίγα χρόνια πριν βρισκόταν ένας ακόμα Έλληνας, αφού Γιώργος Ερμίδης αποτέλεσε sports analyst της ομάδας από τη Δανία, μέχρι που επέστρεψε στην πατρίδα του για λογαριασμό του ΟΦΗ.
Στο Sportal αποφασίσαμε να… ξεψαχνίσουμε την ιστορία του Χάρη και ο ίδιος ήταν πολύ πρόθυμος – παρά το βεβαρημένο πρόγραμμα λόγω ευρωπαϊκών και εγχώριων υποχρεώσεων – να μας μιλήσει. Κάπως έτσι, ξεκινήσαμε την κουβέντα μας με το πως άρχισε την πορεία του στον χώρο του ποδοσφαίρου.
«Η ενασχόληση μου με το ποδόσφαιρο προέκυψε από αρκετά νεαρή ηλικία, παίζοντας με πλαστικά μπουκάλια και τυλιγμένες εφημερίδες σε αλάνες και προαύλια σχολείων με τους φίλους μου. Η αλήθεια είναι ότι από την αρχή με μάγεψε η θέση του τερματοφύλακα, η ευθύνη την οποία έχεις, καθώς και η ικανοποίηση του να επεμβαίνεις και να σώζεις την κατάσταση για την ομάδα σου την ύστατη στιγμή, όταν ο αντίπαλος είναι έτοιμος να σκοράρει.
Παρόλα αυτά, μεγαλώνοντας, δεν άργησε να έρθει η συνειδητοποίηση ότι μια καριέρα ως επαγγελματίας τερματοφύλακας, δεν θα μπορούσε να ήταν κάτι παραπάνω από ένα μακρινό όνειρο. Έτσι λοιπόν, αργότερα, σε συνδυασμό με την εισαγωγή μου στο πανεπιστήμιο, αποφάσισα ότι για να βρεθώ πιο κοντά σε αυτό που θέλω, ήταν μέσω της προπονητικής και ειδικότερα αυτής των τερματοφυλάκων.
Η καριέρα μου ως προπονητής τερματοφυλάκων ξεκίνησε στην Ακαδημία 1 (πρώην ακαδημία Μπάμποβιτς), στα Τρίκαλα. Ως τριτοετής τότε φοιτητής των ΤΕΦΑΑ είχα την τύχη να κάνω τα πρώτα μου βήματα δίπλα σε πολύ αξιόλογους προπονητές, με υψηλό επιστημονικό υπόβαθρο και εξαιρετικούς παιδαγωγούς, από τους οποίους πήρα πολλά επάνω στο τομέα του αναπτυξιακού ποδοσφαίρου.
Στην συνέχεια, επόμενο σταθμό και αρκετά μεγάλο, αποτέλεσε η συνεργασία μου με την ΑΕΛ. Μια ομάδα με τεράστια ιστορία και κληρονομιά για το ελληνικό ποδόσφαιρο, την οποία είχα τη τιμή να υπηρετήσω ως προπονητής τερματοφυλάκων, δουλεύοντας στις υποδομές, για τις ομάδες Κ17 και Κ19. Εκεί, είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με εξαιρετικούς επίσης προπονητές και τερματοφύλακες, σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, με αρκετή πίεση αλλά και επιτυχίες.
Επιπρόσθετα, το πρώτο βήμα μου στο ανδρικό ποδόσφαιρο έγινε με την ομάδα των Μετεώρων η οποία συμμετείχε στο πρωτάθλημα της Γ΄ εθνικής. Αναμφισβήτητα ένα μεγάλο άλμα, τόσο λόγω των απαιτήσεων, αλλά επίσης λόγω των διαφορών μεταξύ του αναπτυξιακού ποδοσφαίρου και του περιβάλλοντος μιας ομάδας ανδρών. Παράλληλα, αυτό που κατέστησε αυτές τις δυο χρόνιες ακόμα πιο ιδιαίτερες ήταν ο ερχομός της πανδημίας, με όλα τα προβλήματα που αυτή δημιούργησε στις ποδοσφαιρικές ομάδες εξ’ αιτίας των διακοπών των πρωταθλημάτων.
Συνολικά, ήταν μια εξαιρετική συνεργασία η οποία έφτασε στο τέλος της με την επιβολή του δεύτερου lockdown, μια περίοδο αρκετά δύσκολη για όλα τα άτομα τα οποία εργαζόντουσαν στο ποδόσφαιρο» μας ανέφερε σε πρώτο χρόνο και συνέχισε μιλώντας για τη Μίντιλαντ, λέγοντας μας πως ήταν μία από τις πολλές ομάδες που έστειλε το βιογραφικό του.
«Η συνομιλία μου με την ομάδα και αργότερα η πρόταση, προέκυψαν σε μια περίοδο που ήμουν σε εντατική αναζήτηση για σύλλογο στο εξωτερικό. Όπως περιέγραψα παραπάνω, τόσο κατά την διάρκεια της πανδημίας όσο και μετά, υπήρχε μεγάλη αβεβαιότητα στον χώρο του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα. Εξαιτίας αυτού, η αναζήτηση εργασίας σε άλλη χώρα ήταν μονόδρομος. Η ομάδα της Μίντιλαντ ήταν μια από τις οποίες είχα στείλει το βιογραφικό μου, αν και είχα περάσει από πολλές συνεντεύξεις μέχρι εκείνο το σημείο και υπήρχαν ήδη κάποιες άλλες προτάσεις, ήξερα ότι η συνομιλία που είχα μαζί τους ήταν ξεχωριστή.
Υπήρχε μια αμοιβαία ταύτιση όσον αφορά τον τρόπο που αντιλαμβανόμασταν τη θέση του τερματοφύλακα αλλά και πολύ καλό κλίμα κατά την διάρκεια των συνομιλιών μας. Στην συνέχεια ήρθε η πρόταση, την οποία φυσικά αποδέχτηκα με μεγάλη χαρά. Τα πρώτα άτομα που χάρηκαν στο άκουσμα των ευχάριστων αυτών νέων ήταν η οικογένεια μου και φυσικά οι φίλοι μου οι οποίοι ήξεραν τις δυσκολίες και τις προκλήσεις τις οποίες είχα αντιμετωπίσει στην Ελλάδα.
Αξίζει να τονιστεί ότι η Μίντιλαντ είναι μια νέα ομάδα, η οποία σε δυο μόλις δεκαετίες έχει κατορθώσει να αναπτυχθεί σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να πρωταγωνιστεί στο πρωτάθλημα της Δανίας και να αγωνίζεται στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Ένα μοντέλο, του οποίου η επιτυχία εξαρτάται άμεσα από νέες ιδέες, πρωτοποριακή σκέψη και ένα πολυπολιτισμικό προσωπικό με διαφορετικά ποδοσφαιρικά υπόβαθρα και εμπειρίες. Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρώ ότι οι άνθρωποι της ομάδας σε συνδυασμό με την κουλτούρα και φιλοσοφία τους, επιλέγουν τα στελέχη εκείνα, τα οποία θα την βοηθήσουν στην περαιτέρω ανάπτυξη της».
Το άγχος, η απώλεια των αγαπημένων του προσώπων και άλλα πολλά πέρασαν από το μυαλό του Χάρη, ο οποίος εντούτοις τα ξέχασε αμέσως μόλις πάτησε το πόδι του στη Δανία. Και αυτό διότι η νέα του ζωή ξεκινούσε μέσα από ένα επάγγελμα που αγαπούσε και από μία ομάδα που μοιραζόταν ένα κοινό όραμα μαζί του.
«Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την στιγμή υπήρχαν ανάμεικτα συναισθήματα. Υπήρχε αρκετός ενθουσιασμός και χαρά καθώς αυτό ήταν κάτι το οποίο ήθελα να κάνω πάντα τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε επαγγελματικό. Αρχικά, πάντοτε μου άρεσε να βλέπω άλλους πολιτισμούς, να γνωρίζω άτομα από άλλες χώρες, ενώ παράλληλα η ομάδα της Μίντιλαντ ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για την καριέρα μου.
Την ίδια στιγμή υπήρχε ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα, από την άποψη ότι βρίσκεσαι σε ένα αεροδρόμιο, κρατώντας όλα σου τα υπάρχοντα, έτοιμος να αλλάξεις χώρα, περιβάλλον, χωρίς εισιτήριο επιστροφής και τέλος να είσαι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τα άτομα τα οποία αγαπάς. Όλα αυτά βέβαια ήταν προβληματισμοί μιας νέας αρχής οι οποίοι έφυγαν από την στιγμή που πάτησα το έδαφος της Δανίας και αντικαταστάθηκαν από μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό».
Η συζήτηση μας έφτασε στις διαφορές που εντοπίζει ο Χάρης ανάμεσα στο ελληνικό και το δανέζικο ποδόσφαιρο. Και η πραγματικότητα είναι όπως την αντιλαμβάνεται κανείς αφού τόσο στο κομμάτι των εγκαταστάσεων όσο και σε αυτό των φιλάθλων η χώρα μας βρίσκεται αρκετά πίσω.
«Θα έλεγα με αρκετή σιγουριά, πως είμαστε αρκετά πίσω. Συγκεκριμένα, η πρώτη ομάδα και οι ακαδημίες της Μίντιλαντ, έκτος της έδρας στην οποία υπάρχει για τους επίσημους αγώνες και τις προπονήσεις πριν από αυτούς, διαθέτει προπονητικό κέντρο με παραπάνω από πέντε φυσικά γήπεδα, δυο ανοιχτά και ένα κλειστό τεχνητού χλοοτάπητα, ενώ παράλληλα χρησιμοποιεί, τον χειμώνα, ένα υβριδικό γήπεδο το οποίο βρίσκεται κοντά στις εγκαταστάσεις της. Παρόλα αυτά, δεν είναι η μόνη.
Με την μέχρι τώρα εικόνα που έχω, από παιχνίδια και διάφορα ταξίδια που έχουμε κάνει, όλες οι ομάδες διαθέτουν δικά τους προπονητικά κέντρα, τόσο για τις αντρικές ομάδες όσο και για τις ακαδημίες τους. Η αλήθεια είναι, ότι εκτός κάποιων εξαιρέσεων, στην Ελλάδα είμαστε αρκετά μακριά από μια τέτοια πραγματικότητα. Βέβαια μια βασική διαφορά που παίζει πολύ σημαντικό ρόλο είναι ότι όλα αυτά έγιναν με οικονομική αρωγή από το δανέζικο κράτος, το οποίο στηρίζει τις ομάδες».
«Αν επιλέγαμε να συγκρίνουμε τα μεγάλα κλαμπ των δυο χωρών θα βρίσκαμε μικρές αποκλίσεις. Από την άλλη, αν εξετάζαμε το Δανέζικο και το Ελληνικό ποδόσφαιρο συνολικά, μπορούμε να βρούμε σημαντικές διαφορές σε πολλούς τομείς. Αρχικά, όσον αφορά το στυλ ποδοσφαίρου στην Δανία, σε φάση άμυνας, επικρατεί η άποψη της συνεχούς πίεσης προς τον αντίπαλο, ειδικά μετά από απώλεια της κατοχής της μπάλας.
Ως αποτέλεσμα, είναι αρκετά συχνό φαινόμενο οι ομάδες να παίζουν αρκετά ψηλά, στηριζόμενες στην πίεση που ασκούν, καθώς και στην γρήγορη αμυντική μετάβαση σε περίπτωση αντεπίθεσης από την αντίπαλη ομάδα. Είναι ένα στυλ παιχνιδιού αρκετά ριψοκίνδυνο για τα ελληνικά δεδομένα όπου συχνότερα παρατηρούμε χαμηλές, συμπαγείς άμυνες οι οποίες στηρίζονται στην κάλυψη των κενών χώρων και στις προσωπικές μονομαχίες. Από την άλλη πλευρά, στην φάση επίθεσης, δεν υπάρχει η αντίληψη της συνεχούς κατοχής της μπάλας. Εν αντιθέσει, ειδικά λόγω της υψηλής πίεσης από τον αντίπαλο, επικρατέστερο είναι ένα πιο άμεσο στυλ ποδοσφαίρου, στηριζόμενο στις μεγάλες μπαλιές, στην πλάτη της άμυνας, στις αντίστοιχες κινήσεις των επιθετικών και στην αξιοποίηση των διαδρόμων από τις πλευρές.
Σχετικά τις ποιοτικές διαφορές των πρωταθλημάτων, αυτές ξεκινούν με το που κοιτάξουμε τα μπάτζετ των ομάδων, τα οποία είναι αρκετά μεγαλύτερα σε σύγκριση με το ελληνικό. Συγκεκριμένα, όλες οι ομάδες διατηρούν στα ρόστερ τους, αρκετά ποιοτικούς και έμπειρους ποδοσφαιριστές αποδεδειγμένης αξίας σε συνδυασμό με εξαιρετικά ταλαντούχους ποδοσφαιριστές, είτε γηγενείς είτε ξένους που αποκτήθηκαν σε νεαρή ηλικία, οι οποίοι προέρχονται από τις ακαδημίες. Κάτι τέτοιο, όπως και η συνολική επένδυση των ομάδων σε καλά δομημένα τεχνικά επιτελεία, εξοπλισμό και υποδομές έχει ανεβάσει κατά πολύ το ποιοτικό επίπεδο του ποδοσφαίρου. Ας μην ξεχνάμε ότι η Δανία, είναι μια χώρα, η οποία διατηρεί τον μισό πληθυσμό από αυτόν της Ελλάδας.
Παρόλα αυτά, έχει ένα πολύ σημαντικό αριθμό παικτών που αγωνίζονται στα μεγαλύτερα πρωταθλήματα του κόσμου. Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά το κομμάτι του πάθους, θα έλεγε κανείς ότι δεν υπάρχει στην ίδια μορφή, όπως το αντιλαμβανόμαστε στην Ελλάδα. Ειδικότερα, στο δανέζικο πρωτάθλημα υπάρχουν αρκετά σκληρές μονομαχίες, δυνατό παιχνίδι, αψιμαχίες και γενικότερα παίκτες που δίνουν τα πάντα για την ομάδα τους. Όλα αυτά, υπό το βλέμμα των φιλάθλων, η πλειοψηφία των οποίων αντιλαμβάνεται τους ποδοσφαιρικούς αγώνες, ως γιορτή και όχι ως χώρο αντιπαράθεσης».